Αν θυμάστε είχα παρουσιάσει το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο των Μόγιερ, Μορέ, σε ξεχωριστό άρθρο, εδώ αναδημοσιεύω ένα απόσπασμα του βιβλίου που είχε δημοσιευτεί στο
Ριζοσπάστη και αναφέρεται στην κρίση του 1929 και την μεταμόρφωση που συμβαίνει στη συνείδηση ενός εργάτη, που από εκεί που τον ενδιέφεραν, μόνο οι μετοχές και ο μικρόκοσμος του, ξεπέφτει. Η κρίση τον φέρνει στην ανεργία ενώ παράλληλα του γίνεται κατάσχεση των περιουσιακών του στοιχείων. Εκεί έρχεται η συνάντηση του με το κίνημα… Το κείμενο είναι αληθινή ιστορία που είχε δημοσιευθεί στις ΗΠΑ, και αναδημοσιευόταν αυτούσια στο βιβλίο. Περισσότερα παρακάτω…
...«Στην αρχή ο κάθε άνθρωπος βρέθηκε μόνος, σιωπηλός στο σπίτι του, προσπαθούσε να κρύψει την ανεργία και τη φτώχεια του, σα να ήταν κάποια ντροπιαστική αρρώστια. Αντίθετα με τον τυφώνα, οι καταστροφές της οικονομικής κρίσης δεν έγιναν άμεσα αντιληπτές, γιατί δεν κάλυπταν μια ορισμένη περιοχή. Αντίθετα, η κρίση βρισκόταν παντού και, για πολύν καιρό δεν παρουσιαζόταν τίποτε το ασυνήθιστο. Πίσω όμως από τις κρύες και ανέκφραστες προσόψεις των λαϊκών πολυκατοικιών, των μονοκατοικιών και των διαμερισμάτων, κρυμμένοι από τη δημόσια θέα άντρες και γυναίκες έδιναν τον αγώνα τους, μόνοι στην αρχή, θεωρώντας την καταστροφή σαν προσωπική τους ευθύνη, ενώ μέσα τους υψωνόταν ένας φοβερός πανικός.
Τέτοια ήταν η περίπτωση του Πίτερ Γκρόσαπ, ενός ψηλού, λεπτού πενηνταπεντάχρονου άντρα με λευκό, όλο γωνίες, πρόσωπο, που δεν του άρεσε να μιλάει πολύ. Είχε δουλέψει σαν ειδικευμένος επιπλοποιός επί είκοσι έξι χρόνια στη βιομηχανία επίπλων Τόντι σε μια μεσοδυτική πόλη 300.000 κατοίκων. Μέχρι την ημέρα της απόλυσής του, την 1η του Γενάρη 1930, αντιμετώπιζε τον εαυτό του και τη ζωή με ήρεμη ικανοποίηση. Αγαπούσε αυτά που είχε. Αγαπούσε το σπίτι του, για το οποίο χρωστούσε μόνο 1.800 δολάρια από την πρώτη υποθήκη, αγαπούσε τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του. Η δεκαεφτάχρονη Μαίρη φοιτούσε στην Ακαδημία Σέικρεντ Χαρτ και ο δεκαεννιάχρονος Τζορτζ τέλειωνε τον πρώτο χρόνο στο πανεπιστήμιο της πολιτείας.

...«Στην αρχή ο κάθε άνθρωπος βρέθηκε μόνος, σιωπηλός στο σπίτι του, προσπαθούσε να κρύψει την ανεργία και τη φτώχεια του, σα να ήταν κάποια ντροπιαστική αρρώστια. Αντίθετα με τον τυφώνα, οι καταστροφές της οικονομικής κρίσης δεν έγιναν άμεσα αντιληπτές, γιατί δεν κάλυπταν μια ορισμένη περιοχή. Αντίθετα, η κρίση βρισκόταν παντού και, για πολύν καιρό δεν παρουσιαζόταν τίποτε το ασυνήθιστο. Πίσω όμως από τις κρύες και ανέκφραστες προσόψεις των λαϊκών πολυκατοικιών, των μονοκατοικιών και των διαμερισμάτων, κρυμμένοι από τη δημόσια θέα άντρες και γυναίκες έδιναν τον αγώνα τους, μόνοι στην αρχή, θεωρώντας την καταστροφή σαν προσωπική τους ευθύνη, ενώ μέσα τους υψωνόταν ένας φοβερός πανικός.
Τέτοια ήταν η περίπτωση του Πίτερ Γκρόσαπ, ενός ψηλού, λεπτού πενηνταπεντάχρονου άντρα με λευκό, όλο γωνίες, πρόσωπο, που δεν του άρεσε να μιλάει πολύ. Είχε δουλέψει σαν ειδικευμένος επιπλοποιός επί είκοσι έξι χρόνια στη βιομηχανία επίπλων Τόντι σε μια μεσοδυτική πόλη 300.000 κατοίκων. Μέχρι την ημέρα της απόλυσής του, την 1η του Γενάρη 1930, αντιμετώπιζε τον εαυτό του και τη ζωή με ήρεμη ικανοποίηση. Αγαπούσε αυτά που είχε. Αγαπούσε το σπίτι του, για το οποίο χρωστούσε μόνο 1.800 δολάρια από την πρώτη υποθήκη, αγαπούσε τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του. Η δεκαεφτάχρονη Μαίρη φοιτούσε στην Ακαδημία Σέικρεντ Χαρτ και ο δεκαεννιάχρονος Τζορτζ τέλειωνε τον πρώτο χρόνο στο πανεπιστήμιο της πολιτείας.