Παρόλο που η οικογένεια έχει απωλέσει σημαντικές λειτουργίες, φαίνεται πως επηρεάζει ακόμη την κοινωνικοποίηση των παιδιών. Σε μεγάλο βαθμό αυτό εξαρτάται από την ταξική θέση των γονιών (εισόδημα, πολιτισμικό κεφάλαιο, κύρος, δημόσιες σχέσεις κ.λπ.). Ωστόσο υπάρχουν δίπλα στην οικογένεια άλλοι φορείς κοινωνικοποίησης (σχολείο, παρέες συνομηλίκων, διαδίκτυο, ΜΜΕ κ.ά.) που ασκούν ενδεχομένως, με την έννοια της εκμάθησης προτύπων, στάσεων και συμπεριφορών, πολύ σημαντικότερη επίδραση πάνω στα παιδιά, γεγονός που σχετικοποιεί το ρόλο της οικογένειας ως φορέα κοινωνικοποίησης. Για αυτό δεν χρειάζεται να θέτουμε στην οικογένεια ζητήματα που η ίδια εκ των πραγμάτων μόνο περιορισμένα μπορεί να αντιμετωπίσει. Και αυτό αφορά πολύ περισσότερο στη λαϊκή οικογένεια. Θα ήταν υποκριτικό να καθιστούμε αποκλειστικά υπεύθυνη την οικογένεια για την σεξουαλική διαπαιδαγώγηση των παιδιών, -παρόλο που δεν βγαίνει από πουθενά ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός των ατόμων είναι πρόβλημα-, όταν για όλα τα άλλα ζητήματα (χρήση ουσιών, παραβατική-«αντικοινωνική» συμπεριφορά κ.λπ.) μοιράζουμε την ευθύνη στην κοινωνία, στο σχολείο, στις παρέες κ.ά. Ας αναρωτηθεί κανείς (και αναφερόμαστε πρωτίστως στη λαϊκή και εργατική οικογένεια) ποιο Γολγοθά την υποχρεώνουμε να περάσει αφού η ίδια δεν διαθέτει ούτε το απόθεμα δύναμης και κουράγιου, ούτε τα μέσα (οικονομικά και πολιτισμικά) να διαχειριστεί το «πρόβλημα» που της δημιουργούμε.
Θα έλεγα μάλιστα ότι η λαϊκή οικογένεια έχει μεγαλύτερη ανάγκη από κάθε άλλον (μεσοαστική και αστική οικογένεια) τη δημόσια θεματοποίηση του ζητήματος, εκτός αν θεωρούμε αυτονόητη την απώθηση της σεξουαλικής συμπεριφοράς με σκοπό την «διόρθωσή»της. Να ζουν δηλαδή οι άνθρωποι μέσα σε καταπιεστικούς κοινωνικούς ρόλους (άντρας, γυναίκα κ.λπ.). Αντίθετα με την αστική οικογένεια που διαθέτει τα μέσα (ψυχοθεραπευτές, παιδαγωγοί, διευρυμένο προσωπικό και κοινωνικό κύκλο κ.α.), η λαϊκή οικογένεια διαθέτει πολύ πενιχρά μέσα, ειδικά σε μια περίοδο εμπορευματοποίησης των δημόσιων αγαθών, για να «διαχειριστεί» το πρόβλημα. Αναγνωρίζοντας ότι η οικογένεια είναι σε θέση να προσανατολίσει σεξουαλικά τα παιδιά, καθιστούμε ουσιαστικά αυτή υπεύθυνη για την κοινωνικοποίηση των παιδιών, παρόλο που αυτή έχει απογυμνωθεί, -εξαιτίας της παρέμβασης του κράτους (οικογενειακό δίκαιο, κοινωνικοί λειτουργοί, εταιρείες προστασίας ανηλίκων, ΜΚΟ κ.α.) από σημαντικές κοινωνικές δεξιότητες και αρμοδιότητες. Με αυτό τον τρόπο η οικογένεια και οι γονείς έχουν αποειδικευτεί και με αυτή την έννοια έχουμε μια προλεταριοποίηση της «γονεϊκότητας» (S. Lash).
Αναθέτοντας στην οικογένεια την αστυνόμευση της σεξουαλικής συμπεριφοράς των παιδιών για να μην «αποκλίνουν» από την ενδεδειγμένη ετερόφυλη, την καθιστούμε ουσιαστικά «συνεργό» σε ένα εγχείρημα «κανονικοποίησης» της λαϊκής οικογένειας και της εργατικής τάξης που ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο καπιταλισμός χρειάζονταν ένα πειθήνιο και παραγωγικό σώμα για το εντάξει στη μισθωτή εργασία. Συνεπώς αυτό που σήμερα εμφανίζεται ως «φυσικό»: στην οικογένεια, στην σεξουαλικότητα, στην ηθική κ.λπ. είναι προϊόν μιας μακράς διαδικασίας εγχάραξης (στο μυαλό, στο σώμα και στη ψυχή) και μ’ αυτή την έννοια πρόκειται για μια ανθρωπολογική μετάλλαξη που πολύ λίγο έχει να κάνει με τη «φύση». Και όμως το κύριο (αν όχι το αποκλειστικό) αντικείμενο αυτής της «κανονικοποίησης» του κοινωνικού σώματος απετέλεσε η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Ήταν η περίοδος που το κεφάλαιο χρειάζονταν εργάτες και μάλιστα πειθαρχημένους, στρατιώτες για τον εθνικό στρατό αλλά και νομιμόφρονες υπηκόους. Η ένταση και η κλιμάκωση των πρακτικών πειθάρχησης που εναλλάσσονταν με την «ποιμαντορία» (ηθικοποίηση) και την καταστολή των «επικίνδυνων τάξεων» (εργατικών στρωμάτων) (φιλάνθρωπος ακτιβισμός, κοινωνική εργασία, Workhouses/πτωχοκομεία κ.λπ.) απέβλεπε πρωτίστως στην απώθηση και πάταξη των οικογενειακών και γαμήλιων πρακτικών των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων που απέκλιναν από τις αξίες των αστικών και μεσοαστικών στρωμάτων. Εδώ ο κανόνας ήταν οι προγαμιαίες σχέσεις, τα εξώγαμα παιδιά, και οι εξώγαμη συμβίωση. Στη Βιέννη αλλά και στις ΗΠΑ (αρχές του 20ου αιώνα) ένα μεγάλο μέρος των παιδιών από την εργατική τάξη γεννιόνταν εκτός γάμου, ήταν «νόθα» (R. Sieder, P. Laslet).
Το «σύστημα της σεξουαλικότητας» και της οικογένειας επεξεργασμένο για τους αστούς (για την μεταβίβαση της περιουσίας), θα αντικαταστήσει, όπως πολύ ορθά το θέτει ο M. Foucault, -παρόλο που αυτός βλέπει στην εξουσία (ως αυτοσκοπό) και όχι ως μέσον και εκφραστή ταξικών συμφερόντων-, συν τω χρόνω το χαλαρό σύστημα των «συγγενειών» στα λαϊκά στρώματα που εποπτεύονταν κυρίως από την εκκλησία και θα διαχυθεί σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα. Στόχος του ο έλεγχος του πληθυσμού και η χειραγώγηση του κοινωνικού σώματος, καθώς το σεξ (πρακτικές και συμπεριφορές) επηρέαζαν άμεσα την αναπαραγωγή αυτού του εμπορεύματος που δίνει υπόσταση στον καπιταλισμό, δηλαδή την εργατική δύναμη.Στη μορφή της συζυγικής ετερόφυλης οικογένειας (ας πούμε «πυρηνική οικογένεια») ο καπιταλισμός βρίσκει ένα «αξιόπιστο σχήμα», το οποίο μπορεί να του διασφαλίσει, υπό την εποπτεία του νόμου απρόσκοπτα την αναπαραγωγική λειτουργία. Αυτή αναλαμβάνει επίσης με «προθυμία» σημαντικό κόστος (οικονομικό, ψυχολογικό κ.λπ.) για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, που αλλιώς θα έπρεπε να αναλάβει το κεφάλαιο ή, το κράτος. Φαίνεται λοιπόν πως σε αυτό το οικογενειακό σχήμα μπορεί να συνυπάρχει εκ πρώτης η έκφραση της σεξουαλικότητας (ετερόφυλης) με την κοινωνική αναπαραγωγή. Ως ασφαλιστική δικλείδα για την διατήρηση της οικογένειας προσφέρθηκε κυρίως για τους άντρες η επίσημη πορνεία ενώ στη γυναίκες έμενε η ανεπίσημη (βλ. Κομμουνιστικό Μανιφέστο), όπως περίπου παρουσιάζεταιστις ταινίες τουΛ. Μπουνιουέλ.
Αφού έγινε σαφές πως η σημερινή οικογένεια έχει ιστορία, επομένως δεν είναι φύση, ας δούμε τώρα τη θέση για τα πρότυπα που θα προβάλλει η ομοφυλόφιλη οικογένεια στα παιδιά. Εκφράζεταιη άποψη πως τα παιδιά που μεγαλώνουν σε μια ομοφυλόφιλη οικογένεια θα προσανατολιστούν σεξουαλικάομοφυλόφιλα. Είναι ενδιαφέρον, και ενώ ο καθένας θα ανέμενε ότι οι οικογένειες ομοφυλόφιλων ζευγαριών θα αμφισβητούσαν εξαιτίας της βιωματικής τους εμπλοκής το ρόλο της «φύσης» στη δημιουργία συγγένειας, αυτές αποδίδουν, σύμφωνα με σχετικές έρευνες, μεγαλύτερη έμφαση στη βιολογία («βιολογικό ιδίωμα»), θεωρώντας ότι οι γενετικές σχέσεις συμβολίζουν τη φυσικότητα της βιολογικής συγγένειας (Μ. Strathern, 1992). Κατά κάποιο τρόπο τα ίδια τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια αποδέχονται με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο τον «πλασματικό» χαρακτήρα της δικής τους ομοφυλόφιλης οικογένειας. Αποδέχονται δηλαδή την κυρίαρχη άποψη ότι οι δικοί τους οικογενειακοί σχηματισμοί δεν δημιουργούν συγγένεια, καθώς έχουν συνδέσει την οικογένεια με τη «φύση» και λείπει το γενετικό στοιχείο. Από αυτή την οπτική το αίτημά τους για την αναγνώριση της (ομοφυλόφιλης) οικογένειας (σύμφωνο συμβίωσης, γάμος, υιοθεσία κ.λπ.) ενισχύει την ιδεολογία του οικογενεισμού, εν τέλει τον «βιολογικό ντετερμινισμό».
Επομένως δεν βγαίνει από πουθενά ότι οι ομοφυλόφιλοι γονείς θα θέλουν, όπως διατείνεται ο συμπεριφορισμός, τα παιδιά τους να προσανατολιστούν, -όταν μάλιστα οι ίδιοι ενστερνίζονται, τη «φυσικότητα» της οικογένειας-, σεξουαλικά ομοφυλόφιλα. Και αυτό γιατί, παρόλο που η σημερινή οικογένεια βασίζεται σε ετεροφυλόφιλες σεξουαλικές πρακτικές δεν μπορούν να αποκλειστούν οι ομοφυλόφιλες ή άλλες σεξουαλικές πρακτικές. Εξάλλου οι σημερινοί ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλοι, τρανσέξουαλ κ.ά. (ΛΟΑΤ) από τις ετεροφυλόφιλες οικογένειες «βγήκαν». Αυτό που θα πρέπει να διασφαλιστεί τόσο στα παιδιά της ετεροφυλόφιλης όσο και της ομοφυλόφιλης οικογένειας κ.ά. είναι αυτά να μεγαλώνουν ελεύθερα και υπεύθυνα έχοντας τις αναγκαίες κοινωνικές υποδομές (παιδαγωγική, ψυχολογία, αθλητισμός, αισθητική αγωγή κ.λπ.). Αν ίσχυε η θέση του συμπεριφορισμού, ότι το αποκλειστικό στοιχείο που ενεργοποιεί την (αντι)δράση των ατόμων είναι το βίωμα, τότε η εργατική τάξη δεν θα μπορούσε ποτέ να χειραφετηθεί, καθώς θα αναπαρήγαγε τις πρακτικές καταπίεσης και εκμετάλλευσης που η ίδια έχει βιώσει. Αυτή δεν θα μπορούσε να θέσει, εξαιτίας των δικών της βιωμάτων (εκμετάλλευση, καταπίεση, αδικία κ.λπ.) τα ζητήματα της κοινωνίας ως καθολική τάξη.
Σε κάθε περίπτωση όμως ο σεξουαλικός προσανατολισμός που αναθεωρεί την έμφυλη ταυτότητα, αυτή που επιβλήθηκε από την κοινωνικοποίηση και τις κοινωνικές συμβάσεις και καταπιέζει το άτομο, για να ταυτιστεί με μία άλλη, μάλλον ευπρόσδεκτος πρέπει να είναι για μια κοινωνία που θέλει ελεύθερα άτομα. Η πραγματικότητα αυτή καταδεικνύει επίσης ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν ταυτίζεται πάντα με το φύλο. Δηλαδή κάποιος μπορεί να έχει κοινωνικοποιηθεί μέσω κοινωνικών ρόλων και επιτέλεσης ως άντρας («κοινωνικό φύλο») αλλά να αισθάνεται γυναίκα και το αντίστροφο κ.ο.κ. Ως γνωστόν η αναντιστοιχία φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού οδηγεί συχνά και στην αλλαγή «βιολογικού» φύλου ώστε να αποκατασταθεί η αντιστοιχία σεξουαλικού προσανατολισμού και φύλου (transsexual).
Στη συγκεκριμένη συλλογιστική η σεξουαλική ταυτότητα, εφόσον διασφαλίζεται ότι άτομα ή ομάδες δεν εξαναγκάζονται ή, περιθωριοποιούνται, -κατάσταση που σε ένα βαθμό αίρει το Σύμφωνο Συμβίωσης-, θα μπορούσε να αναγνωριστεί ως προσωπική υπόθεση όπως περίπου συμβαίνει, -παρόλο που είναι διαφορετικής τάξης πρόβλημα, καθώς ακουμπά τον υπαρξιακό πυρήνα του ατόμου (και το σώμα και την ψυχή)- με την συνταγματική κατοχύρωση της ανεξιθρησκείας, όπου η θρησκευτική επιλογή είναι ή, οφείλει να είναι προσωπική υπόθεση. Η απόρριψη του Συμφώνου Συμβίωσης θα είχε νόημα στο βαθμό που ζητούσε κανείς και την κατάργηση της οικογένειας και του γάμου και μαζί της αστικής ηθικής για τα σεξουαλικότητα, θέση που συνάδει με το Κομμουνιστικό Μανιφέστο και εφαρμόστηκε, ανεξάρτητα αν αργότερα αναθεωρήθηκε, στη Σοβιετική Ένωση στη δεκαετία του ΄20. Βεβαίως στην αστική-καπιταλιστική πραγματικότητα, όπου το κράτος έχει ιδιοποιηθεί λειτουργίες της κοινωνίας, τα πολιτικά, ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα που έχουν προκύψει από τους κοινωνικούς αγώνες, συνιστούν ένα ανάχωμα στην αυθαιρεσία του αστικού κράτους. Η μη αναγνώριση αυτών των δικαιωμάτων στα ΛΟΑΤ-άτομα (λεσβιακά, ομοφυλόφιλα, αμφισεξουαλικά, τρανσεξουαλικά άτομα), σημαίνει ουσιαστικά ότι αυτά θα συνεχίσουν να είναι εκτεθειμένα στην κρατική καταπίεση, στη χλεύη και στους προπηλακισμούς μιας αυτόκλητης «αστυνομίας ηθών», όπως αυτή κάθε φορά εργαλειοποιείται (ρατσισμός, ομοφοβία κ.λπ).