Της Ευτυχίας Χαϊντούτη
Στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης και των δυσκολιών που συναντά η αστική πολιτική διαχείρισής της, οι πολιτικές δυνάμεις, οι οργανώσεις και τα κόμματα που κινούνται στο τόξο του εθνικισμού, του ρατσισμού και του αντικομμουνισμού αποτελούν εφεδρεία για την αστική τάξη. Το τελευταίο διάστημα, και ιδιαίτερα μετά τις δυο εκλογικές αναμετρήσεις, στην πολιτική σκηνή βρέθηκαν, με πιο διακριτό τρόπο και ρόλο, δυνάμεις όπως η εθνικοσοσιαλιστική - φασιστική «Χρυσή Αυγή» (ΧΑ). Παράλληλα συντελούνται διεργασίες εμφάνισης και άλλων εθνικιστικών μορφωμάτων και μετακινήσεις ανάμεσά τους. Οι δυνάμεις αυτές επιλέγουν, στη σημερινή τουλάχιστον συγκυρία, να αυτοπροσδιορίζονται ως εθνικιστικές, να προτάσσουν τον «εθνικισμό» προκειμένου να συγκαλύπτουν τον πραγματικό εθνικοσοσιαλιστικό τους χαρακτήρα.
Η διαμόρφωση της ΧΑ σε κοινοβουλευτική δύναμη σε συνθήκες κρίσης συντελέστηκε σε σύνδεση με τη διαρροή ψηφοφόρων της ΝΔ, την αποδυνάμωση του εθνικιστικού κόμματος του ΛΑ.Ο.Σ. αλλά και την εκλογική προσχώρηση ψηφοφόρων που διέρρευσαν από το ΠΑΣΟΚ. Στην ενίσχυση των εκλογικών ποσοστών της με ψηφοφόρους προερχόμενους από διαφορετικά κόμματα έπαιξαν ρόλο δύο κύρια ιδεολογήματα, τα οποία βέβαια δεν προβλήθηκαν μόνο από τη ΧΑ αλλά υιοθετήθηκαν και από άλλες πολιτικές δυνάμεις: Αφενός η προβολή της διαφθοράς των πολιτικών και του κοινοβουλίου, με τα γνωστά συνθήματα φασίζουσας απόχρωσης. Αφετέρου η ρατσιστική προπαγάνδα και η στοχοποίηση των μεταναστών, καθώς μια σειρά από υπαρκτά προβλήματα που δημιούργησε η αύξηση του μεταναστευτικού ρεύματος προς την Ελλάδα, αξιοποιήθηκαν για να αποπροσανατολιστούν οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα από την πραγματική αιτία τους. Η εθνικοσοσιαλιστική ναζιστική φασιστική οργάνωση της ΧΑ προορίζεται να λειτουργήσει ως μαστίγιο και δύναμη κρούσης ενάντια στους αγώνες του εργατικού και λαϊκού κινήματος και -αν αυτό χρειαστεί- να γίνει σανίδα σωτηρίας για τα μονοπώλια και την εξουσία τους. Στηρίζεται από σημαντικούς θύλακες του κράτους και του παρακράτους, ενώ διασυνδέεται και με εγκληματικές οργανώσεις και κυκλώματα.
Με βάση τόσο την ιστορική πείρα από τα εθνικοσοσιαλιστικά ναζιστικά - φασιστικά καθεστώτα όσο και τις θέσεις της ΧΑ σήμερα, είναι ξεκάθαρο πως οι δυνάμεις του «εθνικισμού» είναι δυνάμεις αστικές ως προς το χαρακτήρα τους, ως προς την ουσία της πολιτικής τους. Τα καθεστώτα αυτά στηρίχτηκαν από το μονοπωλιακό κεφάλαιο ως πιο κατάλληλα να ασκήσουν την πολιτική που οι συγκεκριμένες συνθήκες απαιτούσαν. Η αλλαγή της μορφής του αστικού πολιτεύματος από κοινοβουλευτική δημοκρατία σε φασιστική δικτατορία είναι αλλαγή που αφορά μόνο το πολιτικό περίβλημα και όχι το χαρακτήρα και τη φύση του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος: Ο φασισμός και ο ναζισμός είναι καπιταλισμός (1).
Τα ναζιστικά - φασιστικά κόμματα είναι κόμματα του κεφαλαίου, οργανώσεις της αστικής τάξης. Επιδιώκουν να διαμορφώσουν μαζική βάση, όχι μόνο εκλογική αλλά και δυνάμεις οργανωμένες με στόχο την παρέμβαση στο εργατικό κίνημα καθώς και στο κίνημα των μεσαίων στρωμάτων. Αποτελούν όχημα για να διεισδύουν στα εργατικά - λαϊκά στρώματα αντιδραστικές ιδέες. Η δεξαμενή από την οποία αντλούν είναι τα μικροαστικά και εν μέρει τα μεσοαστικά στρώματα, αλλά και τμήματα της εργατικής τάξης με χαμηλή ταξική συνείδηση, όπως και λούμπεν στοιχεία.
Προσπάθεια να δημιουργήσει μαζική βάση με παρόμοια σύνθεση κάνει σήμερα και η ΧΑ. Από κοινωνική άποψη, απευθύνεται και στοχεύει σε εξαθλιωμένα τμήματα της εργατικής τάξης, σε νέες ηλικίες, σε μεσαία στρώματα και ιδιαίτερα της υπαίθρου, όπου μπορεί να εκμεταλλευτεί μια μεγαλύτερη πολιτική βάση που είχε η στρατιωτική χούντα. Σήμερα η ΧΑ έχει διευρυνθεί και από τμήματα του λαού που δε συγκαταλέγονται στον παγιωμένο ακροδεξιό χώρο και δεν αυτοκατατάσσονται σε αυτόν, έλκονται όμως από την προπαγάνδα της και την εντύπωση που καλλιεργείται πως είναι αντισυστημική δύναμη. Οι γυναίκες φαίνεται να αποτελούν μικρό κομμάτι των οργανωμένων δυνάμεων της ΧΑ, των δυνάμεων που συσπειρώνονται γύρω από τη δράση της. Παρόλα αυτά η προσπάθεια που κάνει είναι αρκετά συστηματική και προσανατολισμένη. Εχει σημασία όχι μόνο πόσες γυναίκες εμπλέκονται ενεργά σε δραστηριότητες της ΧΑ, αλλά και σε ποιο βαθμό και έκταση επιδρούν στη συνείδηση ευρύτερου τμήματος γυναικών της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων οι αντιδραστικές και σκοταδιστικές αντιλήψεις, που δεν καλλιεργούνται μόνο από τη ΧΑ αλλά και από άλλες πολιτικές δυνάμεις.
Στο επίπεδο της ιδεολογίας ο εθνικοσοσιαλισμός αποτελεί συγχώνευση του εθνικισμού με μικροαστικές «σοσιαλιστικές» αντιλήψεις που δεν έχουν καμία σχέση με τη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού. Στην περίοδο του Μεσοπολέμου ο εθνικοσοσιαλισμός συνδέθηκε με πολιτικές παροχών, αρχικά με τα συστήματα πρόνοιας και προστασίας των ανέργων, στη συνέχεια με την αύξηση της απασχόλησης της εργατικής τάξης με την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας και την ταύτιση του εργατικού συμφέροντος με τη νίκη της Γερμανίας στον πόλεμο. Ο εθνικοσοσιαλιστικός χαρακτήρας της ΧΑ αποδεικνύεται από μια σειρά εξωτερικά γνωρίσματα, όπως ο ναζιστικός χαιρετισμός και τα ναζιστικά σύμβολα. Πέρα από αυτά όμως, χαρακτηριστική είναι η θέση της που υποστηρίζει την υπεροχή του ελληνικού έθνους, θεωρεί φυλετικούς εχθρούς και απειλή για την «καθαρότητα της φυλής» τους μετανάστες και συγκεκριμένα τους μετανάστες με σκούρο χρώμα δέρματος, όπως αντίστοιχα θεωρούσε τους Εβραίους ο Χίτλερ. Επίσης αξιοποιεί τη φασιστική δημαγωγία περί κοινωνικών παροχών και παροχών πρόνοιας στους εξαθλιωμένους Ελληνες, ενώ μιμείται τους Ναζί στη Γερμανία και όσον αφορά τις πρακτικές των ταγμάτων εφόδου, που λειτούργησαν σαν δολοφονικά όργανα καταστολής και τσακίσματος του κινήματος.
Η μελέτη πλευρών της ιστορικής πείρας σχετικά με τις θέσεις και την πολιτική του εθνικοσοσιαλισμού όσον αφορά τις γυναίκες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ναζιστικό κόμμα στη Γερμανία (NSDAP) κατά την περίοδο του «Τρίτου Ράιχ», είναι χρήσιμη από την άποψη της πιο αποτελεσματικής αντιπαράθεσης με τη ΧΑ και τις άλλες συγγενικές της δυνάμεις, με στόχο την αποκάλυψη των αντιδραστικών απόψεων και πολιτικών που υπερασπίζονται, όσον αφορά τη λαϊκή οικογένεια και ιδιαίτερα τις γυναίκες που ανήκουν σε αυτή. Παρά το γεγονός ότι η ΧΑ έχει απωθήσει από την πρώτη γραμμή της προπαγάνδας της την υποστήριξη του ναζισμού, προκειμένου να μην αποτελεί βαρίδι στην προσπάθειά της να προσεγγίσει λαϊκά στρώματα, η ιστορική πείρα από τα πεπραγμένα του ναζισμού και η ιστορική μνήμη που υπάρχει και στην Ελλάδα, αναδείχνουν ότι στην ουσία έχει ως σημείο ιδεολογικής και πολιτικής αναφοράς το NSDAP, τις θέσεις του και τις πολιτικές που αυτό άσκησε.
Μια αναφορά στη θέση των γυναικών πριν την επικράτηση του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία, το 1933, είναι σκόπιμη προκειμένου να αποτυπωθεί καλύτερα ποια ήταν η θέση των γυναικών, ποιες μεταβολές βρίσκονταν σε εξέλιξη κατά τη διάρκεια της λεγόμενης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (2) και με ποιο τρόπο επέδρασε το ναζιστικό καθεστώς και οι πολιτικές του στη συμμετοχή των γυναικών στην κοινωνική παραγωγή, στις κοινωνικές παροχές, στις αντιλήψεις για τη θέση και το ρόλο των γυναικών.
Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος διαμόρφωσε δημογραφικά δεδομένα που επέδρασαν στην εργασία των γυναικών ενισχύοντας την τάση αύξησής της. Το τέλος του πολέμου βρήκε τις γυναίκες να υπερέχουν αριθμητικά των αντρών, αφού σχεδόν 1,7 εκατομμύρια Γερμανοί σκοτώθηκαν κατά τη διάρκειά του. Στα χρόνια του Μεσοπόλεμου οι γυναίκες ήταν περίπου 2 εκατομμύρια περισσότερες από τους άντρες. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία του 1925, το 67,7% του ανδρικού πληθυσμού άνω των 20 ετών ήταν παντρεμένοι, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το γυναικείο πληθυσμό περιοριζόταν στο 60% του συνόλου του. (3) Ο μεγάλος αριθμός των γυναικών που είτε παρέμεναν ανύπαντρες είτε είχαν μείνει χήρες ή ορφανές αναγκαζόταν αντικειμενικά να στραφεί στην αναζήτηση εργασίας.
Από το 1916 έως το 1929 και το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, οι διαδικασίες εκβιομηχάνισης προκάλεσαν αλλαγές στην εργασία των γυναικών, η οποία σημείωσε αύξηση αλλά με ρυθμό αρκετά πιο αργό σε σύγκριση με την εργασία των ανδρών. Το 1925 υπήρχαν 22,6 εκ. άντρες άνω των 15 ετών, από τους οποίους οικονομικά ενεργοί ήταν τα 20,53 εκ. Αντίστοιχα υπήρχαν 24,28 εκ. γυναίκες άνω των 15 ετών, από τις οποίες 11,48 εκ. θεωρούνται οικονομικά ενεργές. (4) Από τις οικονομικά ενεργές γυναίκες, μισθωτές (και άνεργες) ήταν μόνο τα 4,2 εκ., δηλαδή περίπου το ένα τρίτο αυτών. Από το σύνολο των μισθωτών γυναικών που καταγράφεται, το 1 εκ. αφορούσε εργάτριες γης και άλλο 1 εκ. οικιακές βοηθούς. Οι εργάτριες στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία ήταν 2,2 εκ. και σε μεγάλο ποσοστό συγκεντρώνονταν σε συγκεκριμένους κλάδους, όπως στην κλωστοϋφαντουργία και τα τρόφιμα, σε κακοπληρωμένες και ημι-ειδικευμένες θέσεις εργασίας. (5) Στην πλειοψηφία τους οι γυναίκες το 1925 εξακολουθούσαν να ζουν είτε από το μισθό των συζύγων και των παιδιών τους είτε από συντάξεις χηρείας που λάμβαναν, χωρίς να εργάζονται στην κοινωνική παραγωγή.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 μια σειρά επιχειρήσεις προχώρησαν σε επενδύσεις με στόχο την εκμηχάνιση της παραγωγής τους. (6) Η διαδικασία αυτή είχε ως αποτέλεσμα να εκτοπιστούν οι παλιότερες επιχειρήσεις που απασχολούσαν ειδικευμένο αντρικό εργατικό δυναμικό. Αυξήθηκε η ζήτηση για ανειδίκευτο γυναικείο εργατικό δυναμικό, αφού η εισαγωγή μηχανών έκανε δυνατή την εργασία των γυναικών σε τομείς και κλάδους που προηγούμενα εργάζονταν άντρες, ενώ οι εργοδότες προτιμούσαν να προσλαμβάνουν γυναίκες, καθώς οι μισθοί τους ήταν πιο χαμηλοί και οι ίδιες ως εργαζόμενες θεωρούνταν πιο πειθήνιες.
Σημαντική μεταβολή παρουσίασε ο αριθμός των γυναικών υπαλλήλων. Το 1925 υπήρχαν 1,5 εκ. γυναίκες υπάλληλοι, αριθμός τριπλάσιος σε σύγκριση με το 1907. (7) Μια σειρά θέσεις εργασίας, όπως υπάλληλοι, δακτυλογράφοι, πωλήτριες, κατώτερες διοικητικές θέσεις, απευθύνονταν κυρίως σε γυναίκες και ήταν πολύ πιο ελκυστικές, καθώς συνεπάγονταν πολύ λιγότερη κούραση σε σύγκριση με τη χειρωνακτική δουλειά και καλύτερη αμοιβή.
Ωστόσο η εργασία στο εμπόριο, σε διοικητικές και άλλες υπηρεσίες, στη βιομηχανία συνυπήρχε με παλιότερες, προκαπιταλιστικές μορφές εργασίας, με την απασχόληση των γυναικών στην οικογενειακή αγροτική εκμετάλλευση ή μικρή επιχείρηση. Οι γυναίκες αποτελούσαν μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού στον αγροτικό τομέα. Το 1925 οι γυναίκες συμβοηθούντα μέλη στις οικογενειακές φάρμες έφταναν τα 3.578.000. Παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των εργαζόμενων στην αγροτική παραγωγή μειώθηκε κατά τη δεκαετία του 1920, με συνέπεια να μειωθεί σημαντικά και ο αριθμός των γυναικών, ωστόσο αυτός παρέμενε υψηλός: Το 1925 τα συμβοηθούντα μέλη και οι εργάτριες γης σχημάτιζαν τη μεγαλύτερη ομάδα των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, φτάνοντας τα 4,63 εκ. Οσον αφορά τις γυναίκες αυτές, πρέπει να σημειωθούν οι ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες δουλειάς τους, αλλά και το γεγονός πως οι οικογένειες των αγροτών ήταν μεγαλύτερες από αυτές των κατοίκων των πόλεων, είχαν περισσότερα παιδιά, πράγμα που πολλαπλασίαζε τα βάρη για τις γυναίκες. (8)
Πολύ λίγες γυναίκες διέθεταν υψηλή επαγγελματική ειδίκευση κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Κάποια αλλαγή είχε σημειωθεί στα τέλη της δεκαετίας του ’20 και στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Το 1931 ο αριθμός των γυναικών που φοιτούσαν στο πανεπιστήμιο έφτασε τις 19.000, αλλά μόνο στην ιατρική και τη δημόσια διοίκηση οι γυναίκες είχαν καταφέρει να καθιερωθούν σε σημαντικό βαθμό και βέβαια η συμμετοχή αφορούσε κατά κύριο λόγο τις γυναίκες της αστικής τάξης. Οι γυναίκες γιατροί έφταναν τις 3.500. Οι πιέσεις και οι προκαταλήψεις που έπρεπε να ξεπεράσουν οι γυναίκες για να ακολουθήσουν μια επαγγελματική σταδιοδρομία αποδεικνύονταν ισχυρές και επίμονες. Η πιο συχνή πηγή εισοδήματος για τις γυναίκες με ανώτερη μόρφωση παρέμενε η διδασκαλία. Ο αριθμός των γυναικών δασκάλων αυξήθηκε αργά αλλά σταθερά, φτάνοντας τις 100.000 περίπου το 1925. Οι θέσεις αυτές όμως αφορούσαν εργαζόμενες με μικρότερες αμοιβές σε σύγκριση με τους άντρες. Οι γυναίκες θεωρούνταν κατάλληλες για την εκπαίδευση των μικρών παιδιών και των κοριτσιών, ενώ οι άντρες δίδασκαν τα αγόρια. Μια άλλη μεγάλη κατηγορία αποτελούσαν οι 130.000 νοσοκόμες. (9)
Ο αριθμός των γυναικών με εργασία και ασφάλιση αυξήθηκε κατά 20% από το καλοκαίρι του 1925 έως το καλοκαίρι του 1929. Η καπιταλιστική οικονομική κρίση που ξέσπασε το 1929 οδήγησε σε απότομη και βίαιη ανακοπή της τάσης αύξησης της απασχόλησης των γυναικών, επέδρασε καθοριστικά στην τάση απομάκρυνσης των γυναικών από την παραγωγή, στις απόψεις και αντιλήψεις που τη συνόδευσαν. Υπολογίζεται πως η εργασία των γυναικών κατέγραψε πτώση της τάξης του 12% από το 1925 έως το 1933 (10) , ενώ οι πολιτικές του ναζιστικού καθεστώτος στα 1933 και 1934 ενίσχυσαν την τάση αυτή.
Το μέγεθος των οικογενειών μειωνόταν με ταχύτατο ρυθμό. Κατά τη δεκαετία του 1920 η τάση για τη δημιουργία μικρότερων οικογενειών είχε γίνει κυρίαρχη στον αστικό πληθυσμό και μέχρι το 1933 το μέσο μέγεθος του νοικοκυριού σε κάθε γερμανική πόλη είχε πέσει κάτω από τα 4 άτομα. (11) Για παράδειγμα, στο Βερολίνο σημειώνεται ο χαμηλότερος δείκτης γεννήσεων σε σύγκριση με κάθε άλλη πόλη στον κόσμο: Το 1933 το 35% όλων των παντρεμένων ζευγαριών δεν είχαν παιδιά, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο σε σύγκριση με τον εθνικό μέσο όρο. (12) Την ίδια χρονιά υπολογίζεται πως το μισό του πληθυσμού ζούσε σε μικρά νοικοκυριά που αποτελούνταν από 1 έως 4 μέλη, ενώ το 1910 τα νοικοκυριά αυτά αναλογούσαν στο 1/3 του πληθυσμού. (13)
Τα στατιστικά αυτά στοιχεία υποδηλώνουν αλλαγές στον τρόπο ζωής ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού, που σηματοδότησαν σημαντική μεταβολή στη ζωή των γυναικών. Οι όποιες αλλαγές δεν αποτυπώθηκαν ωστόσο στο οικογενειακό δίκαιο, το οποίο παρέμενε χωρίς αλλαγή από το 1920 και εκχωρούσε στο σύζυγο σχεδόν αποκλειστικά δικαιώματα πάνω στην περιουσία της συζύγου και στα παιδιά.
Ο χαρακτηριστικός κύκλος ζωής των γυναικών, με τη βαριά χειρωνακτική δουλειά που ξεκινούσε από μικρή ηλικία, τερματιζόταν με το γάμο και τις επαναλαμβανόμενες εγκυμοσύνες και κατέληγε συχνά σε πρόωρο θάνατο, είχε περιοριστεί σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας και τομείς της οικονομικής ζωής, κυρίως στην αγροτική παραγωγή, που βρίσκονταν μεν σε πορεία συρρίκνωσης, είχε δε σχετικά μεγάλες ακόμα διαστάσεις. (14)
Η πτώση του δείκτη των γεννήσεων έγινε αφορμή για ιδεολογική επίθεση από μια σειρά πολιτικές δυνάμεις, με αιχμή την υποτιθέμενη επικείμενη δημογραφική καταστροφή. Τα βασικά σημεία των αντιλήψεων αυτών δεν ανήκαν αποκλειστικά στους Ναζί, αλλά φορείς τους ήταν και άλλα συντηρητικά κόμματα, όπως το Κόμμα του Κέντρου, αλλά και η Καθολική εκκλησία. Οι αντιλήψεις και η συγκεκριμένη ιδεολογική επίθεση βρίσκονταν σε αντιστοιχία με μια σειρά πολιτικές επιλογές, πριν ακόμα από την επικράτηση των εθνικοσοσιαλιστών. Π.χ. ο καγκελάριος Μπρούνινγκ, προερχόμενος από το Κόμμα του Κέντρου, είχε εισάγει το 1930 υψηλότερη φορολογία για τους άγαμους. Επίσης, οι κυβερνήσεις των Μπρούνινγκ και Φον Πάπεν είχαν προχωρήσει σε μειώσεις του αριθμού των γυναικών δημοσίων υπαλλήλων το 1931 και 1932.
Το 1933, όταν η διακυβέρνηση της Γερμανίας πέρασε στα χέρια του ναζιστικού κόμματος, η περίοδος της σχετικής προόδου όσον αφορά τη συμμετοχή των γυναικών στην παραγωγή έχει ήδη τερματιστεί. Η οικονομική κρίση του 1929 είχε ήδη σηματοδοτήσει μια αντίστροφη πορεία, με την αποβολή των γυναικών από την παραγωγική διαδικασία. Παράλληλα είχαν εμφανιστεί και σε ένα βαθμό διαδοθεί οι αντιδραστικές αντιλήψεις πως η γυναικεία εργασία ευθύνεται για τη διογκούμενη ανεργία. Είχαν ήδη εκδηλωθεί, στο γενικό τουλάχιστον περίγραμμά τους, οι απόψεις που υποστήριζαν από τη μια την ανάγκη να απομακρυνθούν οι γυναίκες από τις θέσεις εργασίας σε όφελος των ανδρών και τόνιζαν από την άλλη την «ευθύνη» και το «καθήκον» του γυναικείου φύλου όσον αφορά την αναπαραγωγή της «γερμανικής φυλής».
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Τα ζητήματα εργατικής και κοινωνικής πολιτικής των Ναζί έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, για την ώρα όμως δεν μπορούμε παρά μόνο να θέσουμε ορισμένα βασικά σημεία για παραπέρα μελέτη και επεξεργασία.
Οι Ναζί αξιοποίησαν τον κρατικό μηχανισμό της πρόνοιας σαν μηχανισμό πειθάρχησης της εργατικής τάξης. Μάλιστα, η μετατροπή της πρόνοιας από «υπηρεσία επιδομάτων» σε «υπηρεσία πληροφοριών» δεν ήταν καθόλου δική τους επινόηση, αλλά ξεκίνησε από τα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και συγκεκριμένα από τις κυβερνήσεις Μπρούνινγκ και Φον Σλάιχερ. Η Πρόνοια έθετε διαχωρισμούς και διακρίσεις ανάμεσα στους εργαζομένους και στους ανέργους, αλλά και ανάμεσα σε διαφορετικές κατηγορίες ανέργων, με αποκλεισμούς από τα επιδόματα. Ανάμεσα στις ομάδες που στερήθηκαν επιδόματα και παροχές στο όνομα της «αναγκαιότητας για μείωση του δημοσίου ελλείμματος» συγκαταλέγονται, εκτός από τους πιο απείθαρχους εργάτες, όσοι ήταν ασθενικοί, αλλά και οι νέοι κάτω των 21 ετών και ιδιαίτερα οι νέες γυναίκες που δεν είχαν παιδιά. (15)
Ο μηχανισμός της Πρόνοιας μετατράπηκε σε υπηρεσία πληροφοριών που κατέγραφε, κατηγοριοποιούσε και επιτηρούσε την εργατική τάξη και λειτουργούσε αποτρεπτικά ή τιμωρητικά όσον αφορά τη συμμετοχή της στους αγώνες. Σε μεγάλο μέρος του πέρασε στα χέρια των δήμων. Η αύξηση της ανεργίας ανάγκαζε χιλιάδες ανέργους να υφίστανται λεπτομερή καταγραφή και έλεγχο της προσωπικής τους ζωής, στην προσπάθειά τους να πείσουν το σύστημα δημοτικής πρόνοιας να τους χορηγήσει επίδομα ανεργίας ή κοινωνική ασφάλιση, τους καθιστούσε με τον τρόπο αυτό ευάλωτους σε κάθε είδους εκβιασμό. (16) Οταν οι Ναζί ήρθαν στην εξουσία, παρέλαβαν αυτό το μηχανισμό και συνέχισαν με παρόμοιο τρόπο τη λειτουργία του, συμπληρώνοντάς τον με μια παράλληλη δομή καταγραφής και διαχωρισμού των ατόμων στη βάση βιολογικών και φυλετικών κριτηρίων. (17)
Ιδεολογική βάση της ναζιστικής εργατικής πολιτικής αποτελούσε η άποψη για την αρμονία κεφαλαίου - εργασίας, η ταξική συνεργασία και ο χαρακτηρισμός όλων ως «παραγωγών», αφεντικών και εργατών. Το Γερμανικό Μέτωπο Εργασίας (DAF), που ιδρύθηκε στις 11 Μάη 1933, αποτελούσε τη «συνδικαλιστική» οργάνωση των Ναζί και βέβαια ήταν η μόνη τέτοια οργάνωση που μπορούσε να υφίσταται, αφού παράλληλα προχώρησαν σε κατάληψη όλων των γραφείων των συνδικάτων, σε κατάσχεση της ιδιοκτησίας τους και στη σύλληψη και φυλάκιση των ηγετών τους. Το DAF αποτελούσε έναν τεράστιο μηχανισμό στην υπηρεσία των Ναζί, με 27 εκατομμύρια υποχρεωτικά μέλη. Μέσα από αυτό καθοριζόταν η κίνηση του εργατικού δυναμικού και ασκούνταν ο έλεγχός του. Δίπλα στο DAF, ως βοηθητική οργάνωση, υπήρχε το «κίνημα Δύναμις δια της χαράς» που επέκτεινε τον έλεγχο στους εργαζόμενους και τις ώρες που βρίσκονταν εκτός δουλειάς. (18)
Οι υποσχέσεις και οι όποιες προσδοκίες για μείωση των φόρων και των τιμών από την πολιτική του ναζιστικού κόμματος διαψεύστηκαν πολύ γρήγορα. Δίπλα στη φορολογία προστέθηκαν και μια σειρά «εθελοντικοί» φόροι, όπως η συνδρομή στο DAF και σε άλλες ναζιστικές οργανώσεις. Οι τιμές σε βασικά είδη διατροφής αυξήθηκαν σημαντικά από την άνοιξη έως το χειμώνα του 1933: Η τιμή του βουτύρου αυξήθηκε κατά 46%, της μαργαρίνης 40%, του χοιρινού 36%. Η κατανάλωση ζάχαρης μειώθηκε κατά 30% και οι πωλήσεις της μαργαρίνης κατά 35% σε σύγκριση με τον προηγούμενο χρόνο. (19)
Η ναζιστική Γερμανία επιδίωξε να πιστωθεί την καταπολέμηση της ανεργίας, τα ποσοστά της οποίας έγιναν εκρηκτικά κατά την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, λόγω της εκδήλωσης της καπιταλιστικής κρίσης. Δίπλα στη μείωση της ανεργίας πρέπει κανείς να δει και τον αριθμό των εργατών που δούλευαν κάτω από καταναγκαστικό καθεστώς. Η ελεύθερη επιλογή θέσης εργασίας είχε καταργηθεί, με ορισμένες κρατικές επιχειρήσεις να επιβάλλουν όχι μόνο στρατιωτικούς κανονισμούς αλλά ακόμα και στρατιωτικές στολές στους εργαζομένους τους. (20) Το Σεπτέμβρη του 1933 ο Γκέμπελς δήλωνε πως «το καλοκαίρι του 1935 δε θα υπάρχει ανεργία στη Γερμανία». (21) Από τα 20,5 εκ. εργάτες και υπαλλήλους στο τέλος του 1932, τα 12 εκ. ήταν εργαζόμενοι και τα 8,5 εκ. άνεργοι. Στο τέλος του 1933, μετά από ένα χρόνο, οι εργαζόμενοι ήταν 13,3 εκ., άλλα 4,1 εκ. καταγράφονταν ως άνεργοι που αναζητούσαν εργασία, ενώ 3,1 εκ. δεν καταγράφονται ούτε ως εργαζόμενοι ούτε ως άνεργοι, αλλά είχαν «εξαφανιστεί» από τη στατιστική. Οι άνεργοι χωρίστηκαν σε τρία μέρη: Περίπου 4 εκ. συνέχισαν να λαμβάνουν ένα επίδομα - μέρος του μισθού, ένα δεύτερο μέρος περίπου 3 εκ. αντιμετωπίστηκε ως «αόρατο» και αφέθηκε στην εξαθλίωση, χωρίς καμία παροχή, ενώ ένα τρίτο μέρος περίπου 1 εκ. συγκεντρώθηκε στα Στρατόπεδα Εργασίας. Ενα μέρος επομένως του προλεταριάτου ζούσε σε στρατόπεδα, εργαζόταν χωρίς μισθό, σιτιζόταν ίσα-ίσα για να διατηρεί την ικανότητά του για εργασία, σε συνθήκες απαγόρευσης των σωματείων, χωρίς δικαίωμα σε ελεύθερο χρόνο και προσωπικές ελευθερίες, μακριά από το σπίτι και την οικογένειά του. (22) Οι Ναζί συγκέντρωσαν πρώτους απ' όλους στα Στρατόπεδα Εργασίας τους πολιτικούς τους αντιπάλους και μια σειρά άλλες κατηγορίες πολιτών, τους οποίους χαρακτήριζαν ως «αντικοινωνικούς». Ανάμεσα σε αυτούς περιλαμβάνονταν οι μακροχρόνια άνεργοι, άτομα με αναπηρία ή με ασθένειες που θεωρούνταν κληρονομικές, αλλά και γυναίκες που είχαν εμπλακεί σε πορνεία. (23)
Το ναζιστικό καθεστώς μετέτρεψε τις γυναίκες σε παρίες όσον αφορά τη συμμετοχή τους στην κοινωνική παραγωγή. Υιοθέτησε μια γραμμή «προστατευτισμού» με έμφαση στη μητρότητα και το νοικοκυριό. Χαρακτηριστικό για την αντίληψη των Ναζί για τη θέση και το ρόλο της γυναίκας είναι το παρακάτω απόσπασμα από το λόγο που εκφώνησε ο Χίτλερ στις 8 Σεπτέμβρη 1934, σε γυναίκες του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος: «Αν ο κόσμος του άντρα είναι το κράτος, η δέσμευση και ο αγώνας του εκ μέρους της κοινότητας, τότε ίσως θα μπορούσαμε να πούμε πως ο κόσμος της γυναίκας είναι ένας μικρότερος κόσμος. Για αυτή ο κόσμος είναι ο σύζυγός της, η οικογένεια, τα παιδιά, το σπίτι της. Ομως, πού θα βρισκόταν ο μεγαλύτερος κόσμος αν κανείς δεν ήθελε να φροντίζει το μικρότερο κόσμο; Πώς θα συνέχιζε ο μεγάλος κόσμος να υπάρχει αν δεν υπήρχε κανείς που να κάνει τη φροντίδα για το μικρό κόσμο επίκεντρο της ζωής του; Ο μεγάλος κόσμος εξαρτάται από αυτό το μικρό κόσμο! Ο μεγάλος κόσμος δε θα μπορούσε να επιβιώσει αν ο μικρός κόσμος δεν ήταν ασφαλής» . (24) Στην κατεύθυνση που προσδιορίζεται από την αντίληψη αυτή κινήθηκαν οι ναζιστικές πολιτικές όσον αφορά τις γυναίκες στα πρώτα χρόνια του Τρίτου Ράιχ. Το πεδίο μέσα στο οποίο κινούνταν η αποδεκτή για το ναζιστικό καθεστώς δραστηριότητα των γυναικών οριοθετήθηκε από τα 3 «Κ», Kinder, Kuche und Kirche, δηλαδή παιδιά, κουζίνα και εκκλησία. (25)
Από το καλοκαίρι του 1933 χορηγούνταν δάνεια σε όσα νέα ζευγάρια προχωρούσαν σε γάμο. Το ποσό του δανείου ισοδυναμούσε κατά μέσο όρο με 4-5 μισθούς βιομηχανικού εργάτη και οι όροι αποπληρωμής ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκοί, αφού το δάνειο ήταν άτοκο και ο ρυθμός της αποπληρωμής του ήταν 1% κάθε μήνα. Μάλιστα, το μηνιαίο ποσό αποπληρωμής μειωνόταν κατά ¼ για κάθε παιδί που αποκτούσε το ζευγάρι. Η χρηματοδότηση για την παροχή των δανείων αυτών προερχόταν από τη φορολόγηση των ανύπαντρων. Αξίζει να σημειωθεί ιδιαίτερα η προϋπόθεση που συνόδευε τη δανειοδότηση του ζευγαριού, σύμφωνα με την οποία η γυναίκα, εφόσον εργαζόταν, έπρεπε να αποσυρθεί από την εργασία της. Από τον Αύγουστο του 1933 έως το Γενάρη του 1937 πήραν το συγκεκριμένο δάνειο 700.000 νέα ζευγάρια, δηλαδή πάνω από το ¼ των ζευγαριών που παντρεύτηκαν συνολικά. (26) Στο χρηματικό ποσό του δανείου σημειώνονταν ακόμα διαφορές ανάμεσα στις γυναίκες που ανήκαν σε μεσοαστικά στρώματα και λάμβαναν 800-1.000 μάρκα και στις γυναίκες των φτωχότερων μικροαστικών στρωμάτων στις οποίες χορηγούνταν μικρότερα δάνεια της τάξης των 200-300 μάρκων. (27)
Στην πράξη οι άντρες ήταν οι άμεσοι και ενδεχομένως στην πραγματικότητα οι κύριοι δικαιούχοι των πολιτικών του ναζιστικού καθεστώτος για τις γυναίκες. Οι πολιτικές του εθνικοσοσιαλισμού προς τις γυναίκες ήταν στην πραγματικότητα πολιτικές απόσυρσης από την εργασία, προτροπής για τεκνοποίηση με κρατική στήριξη, που απευθύνονταν περισσότερο προς τη μεσοαστική οικογένεια και λιγότερο προς την εργατική. Οι προτροπές των Ναζί για μεγάλες οικογένειες και πολλά παιδιά συμπληρώνονταν με την επίθεση στην εργασία των γυναικών, ειδικά των παντρεμένων, που τις απομάκρυνε από την παραγωγή και δεν τους επέτρεπε να συντηρούν πολυμελείς οικογένειες. Οι εργαζόμενες που ήταν παντρεμένες κατηγορούνταν ότι ζούσαν με δύο μισθούς, δηλαδή το δικό τους και του άντρα τους. Οι οικογένειες στις οποίες εργάζονταν ο σύζυγος και η σύζυγος ή ο πατέρας και η κόρη υπέστησαν μεγάλη πίεση στα 1933-1934, ώστε οι γυναίκες να αποσυρθούν από την εργασία, σε όφελος παντρεμένων άνεργων αντρών. (28) Αυτή η τάση χαρακτήρισε κυρίως το δημόσιο τομέα και τα στρώματα της υπαλληλίας, ενώ είχε μικρή επίδραση στη βιομηχανία και το εμπόριο. Οι γυναίκες που εργάζονταν ως υπάλληλοι αποσύρονταν από την εργασία σε μεγαλύτερο ποσοστό παρά τους πιο ψηλούς μισθούς και τις καλύτερες συνθήκες εργασίας.
Παρά τη διάδοση των ναζιστικών απόψεων για τη γυναίκα και το καθήκον της να είναι αφοσιωμένη απόλυτα στο σύζυγο, τα παιδιά και την οικογένεια, η γυναικεία εργασία στη βιομηχανία δεν υποχώρησε θεαματικά: από το ποσοστό του 29,3% το 1933 έπεσε στο 25,2% το 1938. (29) Από τη μια, τα συμφέροντα της εργοδοσίας απαιτούσαν φθηνό εργατικό δυναμικό και οι εργαζόμενες γυναίκες αποτελούσαν ακριβώς τέτοιο. Από την άλλη, οι ναζιστικές αντιλήψεις για το ρόλο των γυναικών δε φαίνεται να είχαν την ίδια απήχηση στις οικογένειες των εργατών, οι οποίες ούτως ή άλλως δεν μπορούσαν να επιβιώσουν με ένα μόνο μισθό. Ετσι, δίπλα στη ναζιστική προπαγάνδα για την αφοσίωση των γυναικών στα παιδιά και το νοικοκυριό υπήρχαν οι συνθήκες ακραίας εκμετάλλευσης για τις εργάτριες. Για παράδειγμα, οι εργάτριες στη σιδηρουργία στη Βεστφαλία αμείβονταν με μισθούς πείνας της τάξης των 20 πφένιχ την ώρα, ποσό μικρότερο κι από το μισό του μέσου μισθού των γυναικών, ή οι εργάτριες στην κλωστοϋφαντουργία στην περιοχή της Σιλεσίας που αμείβονταν ακόμα χειρότερα. (30) Στα εργοστάσια ηλεκτρικών ειδών (AEG) το ωρομίσθιο των εργατριών έπεσε την περίοδο 1933-1934 από τα 64-68 πφένιχ στα 50-55 και μόνο μια απεργιακή κινητοποίηση εμπόδισε μια περαιτέρω μείωση στα 45 πφένιχ. (31)
Τα επόμενα χρόνια με την ένταση της πολεμικής προετοιμασίας
σημειώθηκε σημαντική αλλαγή στη στάση των Ναζί απέναντι στη γυναικεία εργασία. Στο τέλος της δεκαετίας του ’30 το ζήτημα της γυναικείας εργασίας έγινε ένα από τα πιο ακανθώδη εσωτερικά προβλήματα για το ναζιστικό καθεστώς. Η γυναικεία εργασία γινόταν σταδιακά όλο και πιο απαραίτητη στις πολεμικές προετοιμασίες, η επιστράτευσή τους όμως στην πολεμική βιομηχανία απαιτούσε τη λήψη μέτρων που έρχονταν σε δραματική αντίθεση με τις προηγούμενες ναζιστικές πολιτικές.
Η έλλειψη εργατικού δυναμικού εμφανίστηκε αρχικά το 1936. Ανάμεσα στον Ιούνη του 1936 και στο Νοέμβρη του 1937 η κυβέρνηση σταδιακά εξάλειψε την προϋπόθεση που απαιτούσε να αποσύρονται από την εργασία οι γυναίκες που λάμβαναν το δάνειο γάμου. (32) Στα τέλη του 1938 τα κενά στην παραγωγή υπολογίζονταν σε 1 εκ., ενώ τα 3,5 εκ. γυναικών που δεν εργάζονταν και δεν είχαν παιδιά μικρότερα των 14 ετών αποτελούσαν την κύρια πιθανή δεξαμενή πρόσθετης εργασίας. Μέχρι το καλοκαίρι του 1939, πριν την εισβολή στην Πολωνία, μεγάλες εταιρίες είχαν αρχίσει να απορρίπτουν νέα συμβόλαια με τις ένοπλες δυνάμεις, επειδή η έλλειψη εργατικού δυναμικού ήταν τόσο σοβαρή που δεν μπορούσαν ούτε να υπολογίσουν το χρόνο παράδοσης. (33)
Το χειμώνα του 1939-1940, στα προεόρτια δηλαδή του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, μπροστά στη σοβαρή έλλειψη εργατικού δυναμικού τέθηκε το ζήτημα της επιστράτευσης των γυναικών στην πολεμική βιομηχανία. Μαραθώνιες διαβουλεύσεις βρίσκονταν σε εξέλιξη προκειμένου να μπει σε εφαρμογή ένα σχέδιο επιστράτευσης του γυναικείου εργατικού δυναμικού. Τελικά, στις 4 Ιούνη 1940 ο Γκέρινγκ ανακοίνωσε πως δε θα υπογραφόταν κανένα τέτοιο διάταγμα και πως οι αιχμάλωτοι πολέμου θα αρκούσαν για να καλύψουν τις ανάγκες της Γερμανίας σε εργατικό δυναμικό, χωρίς η κυβέρνηση να χρειαστεί να βγάλει τις γυναίκες από το σπίτι. (34) Κατά τη διάρκεια του πολέμου τα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης λειτουργούσαν και ως δουλεμπορικά γραφεία και νοίκιαζαν εργαζόμενους σε επιχειρήσεις. Ωστόσο το θέμα δεν έκλεισε αλλά επανήλθε δυο φορές κατά το 1941, αν και απορρίφθηκε από τον ίδιο το Χίτλερ. Και πάλι το Γενάρη του 1943, μπροστά στην επίθεση του Κόκκινου Στρατού, οι γυναίκες από 17 έως 45 ετών κλήθηκαν να καταγραφούν από τις αρμόδιες αρχές για να εξεταστεί η δυνατότητά τους να εργαστούν στην πολεμική βιομηχανία. Σύμφωνα όμως με τις εκτιμήσεις των ίδιων των Ναζί αξιωματούχων η κίνηση κατέληξε σε αποτυχία. (35)
ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΦΥΛΗ
Η έμφαση που δόθηκε από τους Ναζί στον αναπαραγωγικό ρόλο των γυναικών συνδυάστηκε με τον αντισημιτισμό και την εμμονή στην υποτιθέμενη «μόλυνση της γερμανικής φυλής» από τους Εβραίους. Η καθαρότητα του αίματος, η αριθμητική υπεροχή, το σφρίγος της φυλής ήταν ιδεολογικοί στόχοι τόσο υψηλής προτεραιότητας ώστε κάθε άλλη δραστηριότητα των γυναικών εκτός από την ανατροφή των παιδιών παρουσιάστηκε ως δευτερεύουσας σημασίας. (36) Οι γυναίκες αντιμετωπίστηκαν ως μηχανές αναπαραγωγής, ως εκτροφείς «φυλετικά καθαρών» παιδιών και μια σειρά μέτρα πάρθηκαν για τη διαπαιδαγώγησή τους στο ρόλο αυτό. Οι εκτρώσεις ήταν παράνομες και πριν, όμως το Μάη του 1933 οι Ναζί αύξησαν τις επιπτώσεις. Η μεγαλύτερη αυστηρότητα στην εφαρμογή του νόμου είχε ως αποτέλεσμα οι καταδίκες να αυξηθούν από 5.072 το 1934 σε 7.670 το 1938. (37) Το Φλεβάρη του 1939 εισήχθη ειδικός φορολογικός συντελεστής 40% πάνω από το μέσο συντελεστή για όσα ζευγάρια δεν είχαν αποκτήσει παιδί μετά από 5 χρόνια γάμου. (38)
Η έμφαση στη μητρότητα είναι η μια όψη του νομίσματος, ενώ η άλλη πλευρά περιλαμβάνει τις αναγκαστικές στειρώσεις στις οποίες υποβλήθηκε ένας αριθμός ανθρώπων και βέβαια ένα κομμάτι γυναικών, που δεν θεωρήθηκαν «φυλετικά καθαροί», που θεωρήθηκαν φορείς κληρονομικά μεταδιδόμενων ασθενειών και η εφαρμογή της «ευγονικής», την οποία βάφτιζαν «δημογραφική πολιτική».
Η σημασία αλλά και το περιεχόμενο που απέδιδαν οι Ναζί στο ρόλο των γυναικών ως Αριων μητέρων αποτυπώνεται και στις σχετικές οργανώσεις που συστάθηκαν και λειτουργούσαν κάτω από την παρέμβαση και τον έλεγχό τους. Η οργάνωση «Μητέρα και Παιδί», σύμφωνα με στοιχεία από ναζιστικές πηγές, απασχολούσε 120.000 εργαζόμενους, διέθετε 26.000 παραρτήματα και είχε δώσει βοήθεια σε περισσότερες από 600.000 μέλλουσες μητέρες κατά τη διάρκεια του 1935. (39) Επίσης λειτουργούσε το «σχολείο των μητέρων», στο οποίο εγκυμονούσες και μητέρες παρακολουθούσαν σε εθελοντική βάση μαθήματα για τη μητρότητα και το νοικοκυριό. Ο «Σταυρός της Μητέρας» αποτελούσε τη μεγαλύτερη διάκριση για τις γυναίκες: στις μητέρες 8 παιδιών αποδιδόταν ο χρυσός, στις μητέρες 6 παιδιών ο αργυρός και στις μητέρες 4 παιδιών ο χάλκινος. (40)
Η οργάνωση «Fraunenwerk» («Οργάνωση Γυναικών») που ασχολούνταν με την «εκπαίδευση» μητέρων και νοικοκυρών και την προπαγάνδα στις γυναίκες αποτελούσε μια από τις μεγαλύτερες οργανώσεις στις οποίες η συμμετοχή δεν ήταν υποχρεωτική. Ο αριθμός των μελών της υπολογίζεται μεταξύ 6 και 8 εκ. στα μέσα της δεκαετίας του ’30. Υπήρχε ακόμα η οργάνωση «Fraunenschaft» («Ενωση Γυναικών») με 2 εκ. μέλη, ανάμεσα στα οποία και ορισμένες γυναίκες μέλη του NSDAP. (41) Οι μέθοδοι στρατολόγησης, η δομή, οι δραστηριότητες και η δύναμη των οργανώσεων αυτών δεν είναι γνωστές. Ωστόσο φαίνεται πως αποτελούσαν το πλαίσιο της κοινωνικής δραστηριότητας που όριζε το Τρίτο Ράιχ για τις γυναίκες και περιοριζόταν σε ό,τι θεωρούνταν «γυναικείες υποθέσεις».
Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
Πριν το 1933 οι θέσεις του NSDAP για τις γυναίκες έβρισκαν ορισμένα ερείσματα σε συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού: Από τη μια, η προγραμματική διακήρυξη των Ναζί πως η θέση των γυναικών ήταν στο σπίτι και στην οικογένεια τύγχανε σημαντικής αποδοχής από τους άντρες που εργάζονταν στους τομείς εκείνους όπου οι γυναίκες είχαν σημειώσει τη μεγαλύτερη πρόοδο και εκδηλωνόταν κάποιος ανταγωνισμός για τις θέσεις εργασίας κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης (υπάλληλοι, διοικητικοί, ορισμένοι επαγγελματίες, δημόσιοι υπάλληλοι). Από την άλλη, οι επιθέσεις της ναζιστικής προπαγάνδας στις «έκφυλες» γυναίκες των πόλεων επιχειρούσαν να κεντρίσουν την αδιαμόρφωτη συνείδηση των περίπου 5 εκ. γυναικών χωρικών ή συμβοηθούντων μελών στις οικογενειακές μικρές επιχειρήσεις, που έβλεπαν σε αυτόν τον τρόπο ζωής μια απειλή για το παραδοσιακό σύστημα αξιών. (42)
Η σύνθεση του NSDAP περιλάμβανε κυρίως άντρες που ανήκαν σε μικροαστικά στρώματα. Σύμφωνα με μια στατιστική της 1ης Γενάρη 1935 το 7,3% όλου του «επαγγελματικά απασχολούμενου πληθυσμού» του Ράιχ ήταν μέλη του NSDAP, πρόκειται δηλαδή για ένα πολύ μεγάλο σε αριθμό μελών κόμμα. Στις γραμμές του ανήκε το 20% των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ στους δασκάλους και τους καθηγητές το ποσοστό αυτό έφτανε το 30%. Επίσης στο NSDAP ανήκε το 15% των αυτοαπασχολούμενων, ενώ το ποσοστό των βιομηχανικών εργατών κινούνταν γύρω στο 5% του συνόλου τους, ποσοστό γενικά μικρό. (43)
Η εκπροσώπηση των γυναικών στις τάξεις του ναζιστικού κόμματος φαίνεται πως ήταν αρκετά μικρή. Θα είχε ωστόσο σημασία να αναζητηθούν στατιστικά στοιχεία που θα δίνουν μια πιο συγκεκριμένη εικόνα για το πόσες γυναίκες και από ποια κοινωνικά στρώματα ήταν μέλη του NSDAP. Δε λείπουν ακόμα τα παραδείγματα γυναικών που συντάχθηκαν με τους Ναζί και συνδέθηκαν με τα Τάγματα Εφόδου και το ναζιστικό στρατό, με τη ναζιστική προπαγάνδα και με άλλες μαύρες σελίδες, όπως η ευγονική και τα ιατρικά πειράματα στο Αουσβιτς.
Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΗΣ «ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ» ΣΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Η ΧΑ προσπαθεί να παρέμβει σχεδιασμένα και συστηματικά στις γυναίκες, ιδιαίτερα σε όσες ανήκουν σε εξαθλιωμένα λαϊκά στρώματα. Σχετικά με τις δραστηριότητές της μια πρώτη αποτύπωση είναι η εξής: Εχει δημιουργήσει «Μέτωπο Γυναικών», συγκροτεί τοπικούς πυρήνες γυναικών. Ενδεικτικές για τη στόχευσή της σε λαϊκά στρώματα είναι οι περιοχές στις οποίες έχουν πραγματοποιηθεί -σύμφωνα με την ιστοσελίδα της- συζητήσεις στις «τοπικές οργανώσεις» με γυναίκες: Αθήνα, Ανω Λιόσια - Καματερό - Αχαρνές, Αρτέμιδα, Ασπρόπυργο, Νίκαια. Ειδικά όσον αφορά τη Νίκαια κάθε Πέμπτη πραγματοποιούνται συναντήσεις στα γραφεία τους. Για παράδειγμα στις 25 Οκτώβρη «συζητήθηκαν θέματα ιστορικού και πολιτικού ενδιαφέροντος, σχετικά με τη διαχρονική μάχη Ελληνισμού και Σιωνισμού».
Σημαντικό βάρος στην παρέμβαση στις γυναίκες έχουν οι «κινήσεις αλληλεγγύης». Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η διανομή ρουχισμού και τροφίμων «σε Ελληνες που έχουν ανάγκη», η δημιουργία τράπεζας αίματος «μόνο για Ελληνες». Οι κινήσεις αυτές εμπλέκουν από τη μια γυναίκες που συγκεντρώνουν και διαθέτουν τη «βοήθεια» και από την άλλη άνεργες, μητέρες, γυναίκες που αντιμετωπίζουν οξύτατα βιοποριστικά προβλήματα και δέχονται τη «βοήθεια» αυτή. Σε αυτές η ΧΑ εμφανίζεται να ασκεί προνοιακή πολιτική και να παρέχει βοήθεια, σε μια προσπάθεια να παγιδεύσει γυναίκες από λαϊκά στρώματα που βρίσκονται αντιμέτωπες με την ανεργία, τη φτώχεια και την εξαθλίωση, στις θέσεις και την πολιτική του εθνικοσοσιαλισμού.
Δε λείπουν όπως φαίνεται και οι περιπτώσεις στις οποίες η προσπάθεια παίρνει τη μορφή άμεσου και ανοιχτού εκβιασμού, να γίνει κάποιος ή κάποια μέλος της ΧΑ ώστε να του δοθεί η όποια «βοήθεια». Ιδιαίτερα αξιοποιείται και ο φόβος, που η καλλιέργειά του βρίσκει πιο πρόσφορο έδαφος σε γυναίκες και ηλικιωμένους, με την παροχή «προστασίας» από την εγκληματικότητα, κυρίως σε περιοχές του κέντρου. Ακόμα επιδίδονται στο κυνήγι μεταναστών και στην εκδίωξή τους από θέσεις εργασίας σε όφελος άνεργων Ελλήνων. Στην ουσία παρέχουν υπηρεσίες δουλέμπορου σε εργοδότες, εξασφαλίζοντάς τους εργατικό δυναμικό με μεροκάματα πείνας. Η σχετική δραστηριότητα απευθύνεται κατά κύριο λόγο στους άντρες.
Ωστόσο, οι πιο πρόσφατες κινήσεις, όπως για παράδειγμα η «έφοδος» στο νοσοκομείο της Τρίπολης για να ελέγξουν τα χαρτιά των αποκλειστικών νοσοκόμων και να διώξουν τις μετανάστριες, δείχνουν πως και οι γυναίκες μπορεί να βρίσκονται σε δεύτερο πλάνο, όχι όμως και τελείως έξω από τη δραστηριότητα αυτή. Επίσης, διοργανώνουν μαθήματα αυτοάμυνας για γυναίκες. Ο παραστρατιωτικός χαρακτήρας της ΧΑ, αν και αφορά περισσότερο τους άντρες-μέλη της, δε λείπει και από την παρέμβαση στις γυναίκες, τουλάχιστον σε όσες βρίσκονται στον πιο στενό πυρήνα της. Εξάλλου η ΧΑ έχει θέση για στρατιωτική θητεία διάρκειας 14 μηνών για άντρες και γυναίκες. Η θέση αυτή διατυπώνεται στο κείμενο των πολιτικών θέσεων «Για τη Χρυσή Αυγή του ελληνισμού», ενώ στο ίδιο κείμενο γίνεται λόγος για την ανάγκη να απαγορευτούν οι εκτρώσεις με το επιχείρημα της δημογραφικής παρακμής της χώρας και του κινδύνου να γίνουν οι Ελληνες «μειονότητα στη χώρα» τους.
Δίπλα σε αυτά συνυπάρχουν και θέματα όπως συνταγές μαγειρικής, συμβουλές ομορφιάς, που φιλοξενούνται στην ιστοσελίδα της. Παλιότερες αναρτήσεις (2009) καλούσαν σε «πάρτι ανταλλαγής ρούχων» και εξηγούν πως «η οικονομική και οικολογική ιδέα που επεκτείνεται ανά το δυτικό κόσμο, προσφέροντας τα θετικά αποτελέσματα του shopping therapy, χωρίς έξοδα και διασκεδάζοντας παράλληλα με φίλες». Ακόμα καταγράφονται πρωτοβουλίες όπως εργαστήρια χειροτεχνίας και κατασκευής χριστουγεννιάτικων στολιδιών και μικρών δώρων που απευθύνονται σε μητέρες και παιδιά. Προφανώς τα παραπάνω έχουν στόχο να φιλοτεχνήσουν ένα πιο «γυναικείο» προφίλ για τη ναζιστική οργάνωση και να βοηθήσουν την προσέγγιση ευρύτερων τμημάτων γυναικών.
ΟΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΤΗΣ «ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ»
Η ΧΑ κινείται ιδεολογικά και πολιτικά στις ράγες του εθνικοσοσιαλισμού. Παρά το γεγονός ότι επιλέγει να προτάσσει αποσπασματικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα το μεταναστευτικό και την εγκληματικότητα, υιοθετεί φασιστικές - ναζιστικές θέσεις σε όλο το φάσμα των προτάσεών της και υπερασπίζεται το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς γενικά, αλλά και ειδικά όσον αφορά την πολιτική και τις αντιλήψεις του για τις γυναίκες. Αν και η ιδεολογική και πολιτική συγγένεια με το ναζισμό έχει απωθηθεί από τη «βιτρίνα» της μαζικής προπαγάνδας της ΧΑ, στην ιστοσελίδα του «Μετώπου Γυναικών» οι αναφορές σε αυτόν δηλώνονται πιο ανοιχτά.
Η συγκεκριμένη ιστοσελίδα αναφέρεται με θαυμασμό στη ναζιστική Γερμανία: «Οι γυναίκες γίναν μάρτυρες μιας κοινωνικής και εργατικής πολιτικής που έκανε όλους τους εργάτες ανά τον κόσμο να ζηλεύουν τους Γερμανούς εργάτες. Για πρώτη φορά δόθηκαν πληρωμένες άδειες σε όλους τους εργαζόμενους και οργανώθηκαν προγράμματα κοινωνικού τουρισμού, έτσι ώστε ο κάθε εργάτης να μπορεί να ταξιδέψει σε μια ξένη χώρα. Ενδεικτικά αναφέρω από αντι-ναζιστική πηγή ότι μια κρουαζιέρα στις Κανάριες νήσους κόστιζε 62 μάρκα, ποσό που ήταν εύκολα προσβάσιμο από το σύνολο των εργατών. Οι γυναίκες τότε απόλαυσαν μητρικές άδειες και προνόμια που οι “σουφραζέτες” δεν θα μπορούσαν καν να ονειρευτούν. Ενώ οι “σουφραζέτες”, λοιπόν, στην υπόλοιπη Ευρώπη κήρυτταν την άρνηση της φύσης για τις γυναίκες και μέσα σε όλο το αντιφυσικό τους παραλήρημα είχαν και για δικαίωμα ψήφου, οι γυναίκες στην Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία είχαν πάρει τη μοίρα στα χέρια τους έχοντας γυναίκες για ηγέτιδές τους. Ναι… Ισως δεν έγινε κατανοητό… Ας το επαναλάβω. Εντός της ιεραρχίας του NSDAP υπήρχαν και γυναίκες σε ηγετικές θέσεις. Μάλιστα ηγέτιδες των Γερμανίδων μπορούσαν να είναι μόνο Γερμανίδες και όχι άνδρες». (44)
Στην ίδια ιστοσελίδα υπάρχει αναρτημένη η ομιλία της επικεφαλής της γυναικείας οργάνωσης του NSDAP (Gertrud Scholtz-Klink) «Προς τις γυναίκες του Λαού μας», που εκφωνήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1935. Με αυτή καλεί τις«Γερμανίδες γυναίκες όλων των τάξεων και των οργανώσεων» να σταθούν μπροστά «στον Αρχηγό μας στο ξεκίνημα του νέου έτους» και να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους «που διατήρησε τη ζωή του λαού μας».
Οσον αφορά το ρόλο της γυναίκας στην ίδια ομιλία αναφέρεται: «Η γυναίκα, πέρα από τη φροντίδα των δικών της παιδιών, θα πρέπει πρώτιστα να νοιάζεται για αυτούς που χρειάζονται τη βοήθειά της ως μητέρα του Εθνους». Ως προς το νόημα της μητρότητας σημειώνεται: «Στα δεκατέσσερα άσχημα χρόνια, μεταξύ 1918 και 1933, συχνά ληστεύθηκε η μητρότητα από το βαθύτερό της νόημα και είχε μειωθεί σε κάτι επιφανειακό, κάτι που αντιμετωπιζόταν ακόμα και με απαξίωση. Αντί το παιδί να αντιμετωπίζεται ως η βαθύτερη επιβεβαίωση της γυναίκας και της ζωής, αντιμετωπιζόταν ως βάρος, ως μια θυσία από την μεριά της γυναίκας. Το παιδί συχνά αντιμετωπιζόταν όχι ως ένας σύνδεσμος με τον Θεό ως το δημιουργό όλης της ζωής […] αλλά πολύ συχνά σαν αποτέλεσμα ενός αδύναμου μυαλού και σαν απόδραση από τα μεγάλα γεγονότα της ζωής». Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στις «διαβολικές δυνάμεις, υπό την ηγεσία του Μαρξισμού», που προσπάθησαν να οδηγήσουν τις Γερμανίδες σε αυτόν το δρόμο. (45)
Η έννοια της «φυλής» είναι κεντρική στην προπαγάνδα και στις θέσεις της ΧΑ: «Η Φυλή αποτελεί υπέρτατη Αξία του Κινήματός μας. Αυτή καθορίζει την έννοια της εθνικότητος. Πολιτισμός, ομογλωσσία, θρησκεία δεν είναι παρά δευτερεύοντα εποικοδομήματα, που βρίσκουν την πνευματική τους ολοκλήρωση μόνο μέσα στην κοινότητα των ομόαιμων ατόμων». (46)
Οσον αφορά τις γυναίκες, η έννοια της «φυλής» έχει ιδιαίτερο βάρος γιατί συνδέεται με το βασικό τους -σύμφωνα με τη ΧΑ- καθήκον, τη μητρότητα. Για τη ΧΑ η έκτρωση ισοδυναμεί με έγκλημα κατά της φυλής και για το λόγο αυτό υποστηρίζει την απαγόρευσή της με νόμο. Οι μητέρες και τα παιδιά αποτελούν σταθερό μοτίβο στην προπαγάνδα της ΧΑ, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το προεκλογικό της σποτ (μαμά και παιδάκι σε παιδική χαρά).
Η αντιμετώπιση της μητρότητας από τη ΧΑ συμπίπτει με την αντίληψη του ναζιστικού κόμματος. Στην ιστοσελίδα τους μπορεί κανείς να βρει αποσπάσματα από τον Walther Gross «υπεύθυνο του Γραφείου Φυλετικής πολιτικής του NSDAP»: «Δεν μπορούμε να μιλάμε για αληθινή Εθνικοσοσιαλιστική στάση σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει η επιθυμία για οικογένεια και παιδιά συνδυασμένη με τη γνώση ότι ένα έθνος ευλογημένο με παιδιά σημαίνει ευτυχία και καθήκον. Γιατί μόνο μέσω των παιδιών συμμετέχουμε στην αιώνια Γερμανική ζωή και μόνο ο επιπόλαιος και δειλός άνθρωπος δεν νιώθει την ανάγκη για τέτοια συμμετοχή». (47)
Υπάρχει σύνδεση των ρατσιστικών - εθνικιστικών θέσεων της ΧΑ με τη στάση της απέναντι στους μετανάστες: «Η αντίθεσή μας στην (λαθρο)μετανάστευση δεν έγκειται μόνον στις παρενέργειες που αυτή προκαλεί (εγκληματικότητα και τα συναφή). Προτεραιότητα για μας αποτελεί η αποφυγή της φυλετικής αλλοίωσης του πληθυσμού. Σκοπός μας δεν είναι η καλλιέργεια τυφλού μίσους έναντι των ξένων, αλλά η προστασία της φυλής μας». (48) Με αυτό συνδέουν και τη «δημογραφική παρακμή» και την υπογεννητικότητα.
Σε μια προσπάθεια να παρουσιάσουν μια ιστορική συνέχεια και μια σύνδεση των θέσεών τους με τον «ελληνισμό» αναφέρονται κατά κόρον στην αρχαία Σπάρτη, την οποία χαρακτηρίζουν «εθνικοσοσιαλιστική», στις ηρωίδες του 1821, στις Ελληνίδες του Μακεδονικού Αγώνα, ως παραδείγματα που δείχνουν «την προσφορά και την αξία της Ελληνίδας ως Μητέρας, Συντρόφου και Συμπολεμίστριας». (49)
Δηλώνουν «πολέμιοι στον ρόλο που έχει αποδοθεί στη γυναίκα στη σημερινή εξισωτική εποχή, η οποία χαρακτηρίζεται ως φεμινιστική», στην «κίβδηλη ισότητα των δύο φύλων» με την έννοια ότι οδηγεί στο γκρέμισμα αξιών «όπως της οικογένειας, της μητρότητας και της οικοδέσποινας». Επίσης θεωρούν ότι «η υποτιθέμενη απελευθέρωση της γυναίκας την αποπροσανατόλισε και από την πραγματική ουσία του ύψιστου ρόλου της, την Μητρότητα. Δηλαδή την υποχρέωση και την ύπατη τιμή, να φέρει στον κόσμο και ν’ αναθρέψει τα νέα βλαστάρια στον κορμό της Φυλής, ώστε να γεφυρώσει μέσω του παρόντος το παρελθόν και το μέλλον. Πιστεύουμε ότι η Μητρότητα είναι ένα ιερότατο καθήκον».
Υπογραμμίζει πως έχει «βαθύτατη συναίσθηση της καταστροφής που επιφέρει το φεμινιστικό πνεύμα της εποχής μας» και εκφράζει την αντίθεσή της «σε κάθε λογής διακηρύξεις για την ισότητα των δύο φύλων». Οπως αναφέρει στην ιστοσελίδα της: «Για εμάς δεν τίθεται πρόβλημα ισότητας ή υπεροχής ανάμεσα στον άνδρα και την γυναίκα, αφού πιστεύουμε ότι αποτελούν δύο διαφορετικές υποστάσεις, που έχουν ταχθεί από την Φύση να αλληλοσυμπληρώνονται, έχοντας να επιτελέσουν ο καθένας το δικό του ξεχωριστό Χρέος απέναντι στη Ζωή».
Η αντίληψη της ΧΑ για την «ισότητα» δεν είναι απαλλαγμένη από αντιφάσεις. Είναι χαρακτηριστικό το επιχείρημα με το οποίο η Ε. Ζαρούλια υποστήριξε στη Βουλή την υποχρεωτική στράτευση ανδρών και γυναικών στα 18 τους χρόνια, σύμφωνα με το οποίο η μη στράτευση αποτελεί «διάκριση κατά των γυναικών». Βέβαια η πρόταση αυτή γίνεται με τη λογική οι γυναίκες να καταλάβουν βοηθητικές θέσεις ώστε οι άντρες να υπηρετούν όλοι σε μάχιμες μονάδες. Με έναν τρόπο όμως συνυπάρχουν στην αντίληψη της ΧΑ για την ισότητα, από τη μια, η έμφαση στο ρόλο της γυναίκας σαν μια μηχανή για την αναπαραγωγή και η οριοθέτηση της κοινωνικής της δραστηριότητας με βάση το ρόλο αυτό και, από την άλλη, το εξισωτικό περιεχόμενο που δίνουν ΕΕ και αστικές κυβερνήσεις στην έννοια της «ισότητας». Το επιχείρημα για τη στράτευση των γυναικών ακολουθεί το σκεπτικό σύμφωνα με το οποίο η «ισότητα» συνίσταται στην «ίση μεταχείριση», στη βάση του οποίου έχουν καταργηθεί μια σειρά θετικές ρυθμίσεις για την εργασία και τη συνταξιοδότηση των γυναικών.
Οι αντιφάσεις που είναι παρούσες τόσο στις θέσεις της ΧΑ όσο και στις πολιτικές πρακτικές του ναζιστικού κόμματος στη Γερμανία είναι αναπόφευκτες. Απορρέουν από το γεγονός ότι τα ναζιστικά κόμματα αναλαμβάνουν να υπηρετήσουν τις ανάγκες του κεφαλαίου σε κάθε συγκυρία, κατά την περίοδο της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης αλλά και της καπιταλιστικής ανάπτυξης, που τη μια απαιτεί καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και την άλλη αξιώνει αύξηση της μισθωτής εργασίας, γυναικών και αντρών. Η πολιτική και τα μέτρα που προτείνουν ή παίρνουν και ο πυρήνας των ιδεολογικών τους αντιλήψεων μπορεί να βρεθούν σε αντίφαση μεταξύ τους, για το μόνο λόγο ότι υπηρετούν τις ανάγκες του κεφαλαίου σε διαφορετικές συγκυρίες. Η πολιτική προσαρμόζεται άμεσα, ενώ δε συμβαίνει το ίδιο με το ιδεολογικό της προκάλυμμα που μπορεί να εξακολουθήσει να αντανακλά την προηγούμενη κατάσταση.
ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
Στόχος της παρέμβασης και της δράσης του ΚΚΕ και της ΚΝΕ είναι να απομονωθεί η ΧΑ, να αποκαλύπτεται ο εθνικοσοσιαλιστικός μαχητικά αντικομμουνιστικός της χαρακτήρας, να απορρίπτονται οι θέσεις και η δράση της από τους εργαζόμενους, τη νεολαία, τις γυναίκες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Ορος και προϋπόθεση είναι η συνεχής προσπάθεια να γίνεται κατανοητό ότι η αιτία που δημιουργεί το φασισμό και το ναζισμό δεν είναι άλλη από το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα και -επομένως- η πάλη ενάντιά του πρέπει να είναι πάλη ενάντια στη ρίζα του, αγώνας για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Το έδαφος για την ενίσχυση της ΧΑ και των αντιλήψεων που προπαγανδίζει προετοίμασαν μια σειρά πολιτικές δυνάμεις που καλλιεργούν συστηματικά εδώ και χρόνια στη συνείδηση των εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων το σπόρο των ναζιστικών απόψεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συστηματική καλλιέργεια του ρατσισμού από τα αστικά κόμματα, με αποκορύφωση το σύνθημα της «ανακατάληψης των πόλεων» από τη ΝΔ και τη δημιουργία στρατοπέδων για τους μετανάστες. ΝΔ και ΠΑΣΟΚ εξάλλου αναγόρευσαν το προηγούμενο διάστημα τον εθνικιστικό ΛΑ.Ο.Σ., φορέα ρατσιστικών και φασιστικών απόψεων, σε κυβερνητικό εταίρο. Νεοφιλελεύθερα, σοσιαλδημοκρατικά και οπορτουνιστικά κόμματα, προσυπογράφουν, άλλοι πιο φανερά άλλοι πιο συγκαλυμμένα, την εξίσωση του κομμουνισμού με το ναζισμό και το φασισμό που προωθεί η ΕΕ. Μάλιστα, σε μια σειρά κράτη-μέλη της ή χώρες που βρίσκονται υπό ένταξη, απαγορεύονται κομμουνιστικά σύμβολα και παράλληλα αποδίδονται τιμές στους συνεργάτες των Ναζί.
Οι εθνικοσοσιαλιστικές απόψεις της ΧΑ δεν αποτελούν «ξένο σώμα» ως προς τις κυρίαρχες αντιλήψεις και πολιτικές, αλλά προκύπτουν σε συνέχειά τους. Αξίζει να σημειωθεί η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την ιθαγένεια, η οποία διαπνέεται από ρατσιστικό και σκοταδιστικό πνεύμα.
Στα πλαίσια της στοχευμένης παρέμβασης και δράσης στις γυναίκες της εργατικής τάξης, χρειάζεται να υπάρχει ανοιχτό και οξυμένο μέτωπο με τις αντιδραστικές και σκοταδιστικές αντιλήψεις της ΧΑ για τη θέση και το ρόλο των γυναικών. Να αναδεικνύεται στα μάτια των εργαζόμενων και άνεργων γυναικών το γεγονός ότι οι αντιλήψεις αυτές δίνουν χέρι βοηθείας στο εκμεταλλευτικό σύστημα, επενδύουν ιδεολογικά και εκφράζουν πολιτικά την ανάγκη του καπιταλισμού αφενός να καταστρέψει παραγωγικές δυνάμεις κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, με πρώτη την εργατική δύναμη, αφετέρου να εξουδετερώσει τη δυναμική μετατροπή τους σε δύναμη ανατροπής. Ετσι, η προπαγάνδα για το ρόλο των γυναικών στην οικογένεια, στην ανατροφή των παιδιών, στο νοικοκυριό, δεν είναι παρά το περιτύλιγμα για την ανεργία που διογκώνεται, το ιδεολογικό άλλοθι που έχει ανάγκη η περικοπή και η κατάργηση κοινωνικών υπηρεσιών για τις ανάγκες της λαϊκής οικογένειας. Οι απόψεις αυτές δεν είναι καθόλου καινοφανείς. Το αντίθετο μάλιστα, είναι αντιλήψεις που αναπαράγονται όχι μόνο από εθνικιστικά κόμματα, όπως ο ΛΑ.Ο.Σ., αλλά και από την εκκλησία, η επιρροή της οποίας σε ένα μέρος των γυναικών της λαϊκής οικογένειας είναι σημαντική. Πέρα από την υποστήριξη και τη συστηματική καλλιέργεια παρόμοιων απόψεων, η εφεδρικότητα και η ελαστικότητα της γυναικείας εργατικής δύναμης, που χρειάζεται το κεφάλαιο και υλοποιείται από τις πολιτικές της ΕΕ και των κρατών-μελών της, πολιτικές που αυξάνουν τη μερική και προσωρινή απασχόληση, είναι μια πραγματικότητα που δημιουργεί και αντικειμενικά το έδαφος για να υφέρπουν και όταν χρειάζεται να αναζωπυρώνονται παρόμοιες αντιλήψεις.
Ο φασισμός και ο ναζισμός αξιοποιούνται για να μπει στο στόχαστρο και το εργατικό και λαϊκό κίνημα. Οι ίδιοι που καλλιεργούν πρόσφορο έδαφος για τον εθνικοσοσιαλισμό, χρησιμοποιούν τη ΧΑ σαν εργαλείο για τη συκοφάντηση και την καταστολή των εργατικών και λαϊκών αγώνων. Αξιοποιούν τη δράση της σαν αφορμή για να αναπαράγουν τη θεωρία των «άκρων», να εξισώσουν τις φασιστικές συμμορίες και την εγκληματική τους δράση με το οργανωμένο λαϊκό κίνημα και τις διεκδικήσεις του. Σε κάθε ευκαιρία κάνουν λόγο για τη βία που υποτίθεται πως δεν έχει χρώμα, αλλά προέρχεται από τα δύο «άκρα», με στόχο να πολλαπλασιάσουν τα εμπόδια και τις απαγορεύσεις στη δράση του εργατικού κινήματος και της πρωτοπορίας του.
Στην αποκάλυψη και την καταδίκη της ΧΑ ιδιαίτερη είναι η συμβολή των εργατικών συνδικάτων και των ομοσπονδιών που έχουν συζητήσει στις συνελεύσεις τους και έχουν υιοθετήσει σχετικά ψηφίσματα και αποφάσεις. Εχουν αναδείξει μια σειρά πρωτοβουλίες της «Χρυσής Αυγής» που αποδεικνύουν το συστημικό της χαρακτήρα: Στήνει δουλεμπορικά γραφεία, προτείνει θέσεις εργασίας «μόνο για Ελληνες» με μεροκάματο 18 ευρώ, εισηγείται την υποχρεωτική εργασία των ανέργων στο δημόσιο με «μισθό» το επίδομα της ανεργίας, χωρίς ασφαλιστικά δικαιώματα. Εχουν καλέσει την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα να απορρίψουν τη δήθεν «αλληλεγγύη» από τους φασίστες. Ακόμα έχουν βρεθεί σε ετοιμότητα να τους κηρύξουν ανεπιθύμητους σε χώρους δουλειάς όπου επιχείρησαν να εμφανιστούν, έχουν καταδικάσει τραμπουκισμούς και εγκληματικές ρατσιστικές ενέργειες εναντίον εργατών, αγροτών, αυτοαπασχολούμενων μεταναστών, εναντίον μετακινούμενων μεταναστών που διέρχονται από την Ελλάδα. Στην υπόθεση αυτή συμβάλλει και η ΟΓΕ με τις δικές της πρωτοβουλίες: Εχει αναφερθεί στο χαρακτήρα της ΧΑ με αποφάσεις του ΔΣ της και με ψήφισμα του Συνεδρίου της. Επίσης έβγαλε ανακοίνωση με αφορμή το αίτημα να δοθούν στοιχεία για τα παιδιά των μεταναστών στους παιδικούς σταθμούς, πραγματοποίησε εξορμήσεις, συζήτησε με γονείς. Αντίστοιχες πρωτοβουλίες έχουν πάρει και οι Λαϊκές Επιτροπές.
Η προσπάθεια για την οργάνωση γυναικών στο ταξικό εργατικό και στο ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα είναι στενά συνδεδεμένη με την προσπάθεια απομόνωσης της ΧΑ. Η απόσταση που χωρίζει την πλειοψηφία των γυναικών από την οργανωμένη πάλη, η περιορισμένη συμμετοχή τους στους αγώνες, είναι σημαντικό εμπόδιο στην ανάπτυξη ταξικής συνείδησης και κατ’ επέκταση τις καθιστά ευάλωτες στην επίθεση του αντιπάλου και επομένως και στα δηλητηριώδη ιδεολογήματα της ΧΑ. Δίπλα στην καθημερινή προσπάθεια για ανέβασμα του βαθμού οργάνωσης των γυναικών της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, μπορούν να βοηθήσουν μια σειρά πρωτοβουλίες με στόχο την ανάδειξη πρωτοπόρων γυναικών, κομμουνιστριών και όχι μόνο, που πολέμησαν το φασισμό-ναζισμό. Ακόμα, τη δική τους συμβολή μπορούν να έχουν πολιτιστικές πρωτοβουλίες, με την αξιοποίηση του έργου κομμουνιστών και άλλων καλλιτεχνών, που δεν καταγγέλλουν μόνο τη θηριωδία του ναζισμού αλλά αποκαλύπτουν τον αστικό χαρακτήρα του, που φέρνουν παραδείγματα από την αντίσταση ενός μέρους του λαού της Γερμανίας στο ναζιστικό καθεστώς (για παράδειγμα το έργο του Μπρεχτ, αλλά και της Αννα Ζέγκερς).
Η παρέμβαση στις γυναίκες της λαϊκής οικογένειας αποτελεί παράλληλα παρέμβαση και στα παιδιά της. Η πλευρά αυτή είναι σημαντική, μιας και η ΧΑ στοχεύει στην προσέλκυση τμημάτων της νεολαίας. Η συμμετοχή και η πρωτοπόρα δράση των γυναικών στο κίνημα μπορεί να ανοίξει το δρόμο στα παιδιά, ακόμα και των μικρότερων ηλικιών, ώστε να έρθουν σε επαφή με την ιστορική πείρα από την πάλη ενάντια στο φασισμό, να γνωρίσουν ποιοι πρωτοστάτησαν σε αυτή στη χώρα μας και διεθνώς, ποιοι συνεργάστηκαν με τους Ναζί, φανερά ή υπόγεια. Η ανάγκη να παίξει το γυναικείο και το γονεϊκό κίνημα τέτοιο ρόλο, σε συνεργασία με δυνάμεις που υπάρχουν στο χώρο των εκπαιδευτικών, είναι μεγάλη, με δεδομένη τη διαστρέβλωση που υπάρχει στα σχολικά βιβλία όσον αφορά τα γεγονότα και τα συμπεράσματα. Υπάρχει αναγκαιότητα και δυνατότητα τέτοιες πρωτοβουλίες να εκδηλωθούν από συλλόγους γονέων και κηδεμόνων, συλλόγους εκπαιδευτικών από το νηπιαγωγείο έως το λύκειο. Ακόμα, η επαφή των παιδιών με τις αξίες της συλλογικότητας, του αγώνα, της ταξικής λαϊκής αλληλεγγύης, της ισοτιμίας των φύλων, μέσα από τη συμμετοχή των γονιών και συγκεκριμένα των μητέρων στο λαϊκό κίνημα, τους παρέχει ζωντανό παράδειγμα και τα διαπαιδαγωγεί, ώστε να μην πέφτουν θύματα της ρατσιστικής και ναζιστικής προπαγάνδας, αλλά να μπορούν να την αποκρούουν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
* Η Ευτυχία Χαϊντούτη είναι μέλος της Διατμηματικής Επιτροπής Χειραφέτησης και Ισοτιμίας των Γυναικών της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. Βασίλη Οψιμου: «Ο αστικός χαρακτήρας των “εθνικιστικών δυνάμεων”», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 3/2012.
2. Η γερμανική αστική δημοκρατία του μεσοπολέμου. Εγκαθιδρύθηκε με την κατάργηση της μοναρχίας και την υιοθέτηση αστικού συντάγματος από τη Γερμανική Εθνοσυνέλευση στην πόλη Βαϊμάρη της Θουριγγίας στις 28.2.1919. Το σύνταγμα αυτό ανέστειλε στις 28.2.1933 με έκτακτο διάταγμα η κυβέρνηση του Χίτλερ.
3.Tim Mason: «Women in Nazi Germany, Part I, History Workshop, 1» (1976:Spring), σελ. 77.
4. Ως οικονομικά ενεργός ορίζεται ο πληθυσμός που απασχολείται σε παραγωγική εργασία, με μερική ή πλήρη απασχόληση, εκτός από τα οικιακά, ανεξάρτητα αν είναι μισθωτοί, αυτοαπασχολούμενοι ή συμβοηθούντα μέλη.
5. Tim Mason: «Women in Nazi Germany, Part I, History Workshop, 1» (1976:Spring), σελ. 78-79.
6. Ο.π., σελ. 79-80.
7. Ο.π., σελ. 80.
8. Ο.π., σελ. 78-79.
9. Ο.π., σελ. 80-81.
10. Sergio Bologna: «Ναζισμός και Εργατική Τάξη - Κρίση, Κράτος Πρόνοιας και Αντιφασιστική Βία στη Γερμανία του Μεσοπολέμου», εκδ.«Antifa scripta», 2010, σελ. 131.
11. Tim Mason: «Women in Nazi Germany, Part I, History Workshop, 1» (1976:Spring), σελ. 83.
12. Ο.π., σελ. 82.
13. Ο.π., σελ. 83.
14. Ο.π., σελ. 84.
15. Sergio Bologna: «Ναζισμός και Εργατική Τάξη - Κρίση, Κράτος Πρόνοιας και Αντιφασιστική Βία στη Γερμανία του Μεσοπολέμου», εκδόσεις antifa scripta, 2010, σελ. 77-78.
16. Ο.π., σελ. 83.
17. Ο.π., σελ. 89.
18. Ουίλλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του Παγκόσμιου Συνδικαλιστικού Κινήματος», τόμος Β΄, εκδ. «Μόρφωση», σελ. 140.
19. Ernst Henri: «Hitler Over Europe», Simon and Schuster, 1934, New York, σελ. 34.
20. Θανάση Παπαρήγα: «Η ταξική φύση του ναζιστικού κόμματος», περιοδικό «Επιστημονική Σκέψη», 1985.
21. Ernst Henri: «Hitler Over Europe», Simon and Schuster, 1934, New York, σελ. 75.
22. Ο.π., σελ. 76.
23. Sergio Bologna: «Ναζισμός και Εργατική Τάξη - Κρίση Κράτος, Πρόνοιας και Αντιφασιστική Βία στη Γερμανία του Μεσοπολέμου», εκδ.«Antifa scripta», 2010, σελ. 89- 90.
24. Tim Mason: «Women in Nazi Germany», Part I, History Workshop, 1 (1976:Spring), σελ. 74.
25. Ernst Henri: «Hitler Over Europe, Simon and Schuster», 1934, New York, σελ. 86.
26. Tim Mason, «Women in Nazi Germany», Part I, History Workshop, 1 (1976:Spring), σελ. 95.
27. Ernst Henri: «Hitler Over Europe», Simon and Schuster, 1934, New York, σελ. 37.
28. Tim Mason: «Women in Nazi Germany», Part I, History Workshop, 1 (1976:Spring), σελ. 92-93.
29. Sergio Bologna: «Ναζισμός και Εργατική Τάξη - Κρίση, Κράτος Πρόνοιας και Αντιφασιστική Βία στη Γερμανία του Μεσοπολέμου», εκδ.«Antifa scripta», 2010, σελ. 135.
30. Tim Mason: «Women in Nazi Germany», Part IΙ, History Workshop, 2 (1976:Autumn), σελ. 16.
31. Ernst Henri: «Hitler Over Europe», Simon and Schuster, 1934, New York, σελ. 100.
32. Tim Mason: «Women in Nazi Germany», Part IΙ, History Workshop, 2 (1976:Autumn), σελ. 15.
33. Ο.π., σελ. 13.
34. Ο.π., σελ. 20.
35. Ο.π., σελ. 20-21.
36. Ο.π., σελ. 88.
37. Ο.π., σελ. 102.
38. Ο.π., σελ. 103.
39. Ο.π., σελ. 98.
40. Ο.π., σελ. 100-101.
41. Ο.π., σελ. 101.
42. Ο.π., σελ. 88.
43. Θανάση Παπαρήγα: «Η ταξική φύση του ναζιστικού κόμματος», περιοδικό «Επιστημονική Σκέψη», 1985.
44. http://ideology-studies.blogspot.gr/2010/08/blog-post_27.html
45. http://ideology-studies.blogspot.gr/2010/07/blog-post_10.html
46. http://ideology-studies.blogspot.gr/2012/10/blog-post_11.html
47. http://ideology-studies.blogspot.gr/2010/07/blog-post_28.html
48. http://ideology-studies.blogspot.gr/2012/10/blog-post_11.html
49. http://ideology-studies.blogspot.gr/2010/07/blog-post_17.html
“ΚΟΜΕΠ” Τεύχος 2 / 2013