28 Φεβ 2013

Φασισμός

 

 

Picture 2013-02-28 15_20_20

 

Ο φασισμός δεν έρχεται από το μέλλον
καινούριο τάχα κάτι να μας φέρει.
Τι κρύβει μέσ’ στα δόντια του το ξέρω,
καθώς μου δίνει γελαστός το χέρι.
Οι ρίζες του το σύστημα αγκαλιάζουν
και χάνονται βαθιά στα περασμένα.
Οι μάσκες του με τον καιρό αλλάζουν,
μα όχι και το μίσος του για μένα.
Το φασισμό βαθιά καταλαβέ τον.
Δε θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον.
Ο φασισμός δεν έρχεται από μέρος
που λούζεται στον ήλιο και στ’ αγέρι,
το κουρασμένο βήμα του το ξέρω
και την περίσσεια νιότη μας την ξέρει.
Μα πάλι θέ ν’ απλώσει σαν χολέρα
πατώντας πάνω στην ανεμελιά σου,
και δίπλα σου θα φτάσει κάποια μέρα
αν χάσεις τα ταξικά γυαλιά σου.

 

Από “Ίχνη Ανέμου”

Ένα σχόλιο με αφορμή το σεμινάριο για «χαρισματικά» παιδιά… Ή αλλιώς…για τη νέα κατρακύλα της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών

 

ΠΑΜΕ Εκπαιδευτικών

Σε μαγαζί πώλησης τίτλων και προσόντων έχει μετατραπεί η Ένωση Ελλήνων Φυσικών. Σε συνεργασία με πανεπιστήμια ή με επιστημονικές εταιρείες παρέχει σεμινάρια κατάρτισης επί πληρωμή σε εκπαιδευτικούς.

Είναι τυχαίο το γεγονός ότι η θεματολογία είναι επιλεγμένη ώστε να ‘εξασφαλίζει’ προσόντα και μόρια στην επικείμενη αξιολόγηση; Πραγματικά το σεμινάριο του αποτελεσματικού εκπαιδευτικού, το σεμινάριο διαχείρισης σχολικού περιβάλλοντος, το σεμινάριο πληροφορικής, το σεμινάριο οργάνωσης και διοίκησης εκπαιδευτικών μονάδων, αλλά και της Οργάνωσης και Διοίκησης στην Εκπαίδευση μπορούν να προσφέρουν μόρια ώστε ο εκπαιδευτικός να χαρακτηριστεί ‘εξαιρετικός’ ή να επιλεγεί ως στέλεχος της εκπαίδευσης.

Πρόσφατα ανακοίνωσε την διενέργεια σεμιναρίου για τη «μελέτη της Ειδικής κατηγορίας των Μαθητών με αυξημένες Νοητικές και Μαθησιακές Ικανότητες. Οι Μαθητές αυτοί φοιτούν στα Γενικά Σχολεία, αλλά χρειάζονται Διαφοροποιημένη Εκπαίδευση. Οι Εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων και Ειδικοτήτων χρειάζεται να γνωρίζουν τα Ιδιαίτερα Γνωρίσματα αυτών των Μαθητών προκειμένου να τους βοηθήσουν σε ομαδικό η Εξατομικευμένο Επίπεδο. Η διάγνωση και η αντιμετώπιση των Ειδικών Αναγκών αυτών των Μαθητών αποτελεί πρώτιστο στόχο και προτεραιότητα στο Σύγχρονο Εκπαιδευτικό Σύστημα».

Τι εννοεί η ΕΕΦ; Ότι δυστυχώς η «ειδική κατηγορία των μαθητών με αυξημένες Νοητικές και Μαθησιακές Ικανότητες» φοιτά στα Γενικά Σχολεία! «Πρώτιστος» μάλιστα «στόχος και προτεραιότητα του Σύγχρονου Εκπαιδευτικού Συστήματος είναι η διάγνωση και αντιμετώπιση των ειδικών αναγκών αυτών των μαθητών»!

Και γιατί σε μια τάξη των 30 (σε λίγο) μαθητών να ασχοληθούμε με τους υπόλοιπους; Έτσι κι αλλιώς θα φαγωθούν απ’ τα θηρία! Ας βοηθήσουμε τουλάχιστον τους «χαρισματικούς», που θα δώσουν κι ένα χέρι βοηθείας στο σάπιο σύστημα να επιβιώσει. Για τους υπόλοιπους αρκεί 1,5 μέτρο αίθουσας κι ένας περιοδεύον θίασος δασκάλων για να περνά η ώρα…

Πραγματικά το εκπαιδευτικό σύστημα δίνει προτεραιότητα στου χαρισματικούς μαθητές, αναβαθμίζει τα πειραματικά σε πρότυπα για να τους υποδεχτούν, ενώ την ίδια ώρα οι μαθητές με «ειδικές ανάγκες» με την κατάργηση των ειδικών σχολείων πετιούνται στον Καιάδα. Η διαφοροποιημένη διδασκαλία αποτελεί βασικό παιδαγωγικό πυλώνα του νέου σχολείου που θα συμβάλει στην κατηγοριοποίηση των σχολείων. Η υλοποίηση της διαφοροποίησης στη σχολική τάξη αποτελεί ένα από τα βασικά κριτήρια για την επιλογή των εκπαιδευτικών στα ελιτίστικα πρότυπα σχολεία.

Η δραστηριότητα της ΕΕΦ τόσο με τα συνέδρια όσο με τα σεμινάρια που έχει διοργανώσει κάνει φανερή τη συμβολή της στη προπαγάνδιση βασικών πλευρών του ‘νέου’ σχολείου (διαφοροποίηση, ομαδοσυνεργατική, νέες τεχνολογίες, project), ενώ δεν παραλείπει να καλλιεργεί τη συνείδηση του ευρωπαίου πολίτη μέσα από ευρωπαϊκά προγράμματα Δια βίου Μάθησης όπως αυτό με τίτλο «Ανακαλύπτοντας την επιστήμη ως κουλτούρα διαμέσου των Ευρωπαϊκών Επιστημονικών Μουσείων».

Είναι φανερό ότι η ΕΕΦ έχει αναλάβει ενεργό ρόλο στην υλοποίηση και του τομέα της κατάρτισης στην εκπαίδευση. Ενόψει της επικείμενης αξιολόγησης εντείνει αυτές τις δραστηριότητες προβάλλοντας την αντίληψη ότι η επιμόρφωση είναι ατομική ευθύνη του εκπαιδευτικού, που συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του νέου σχολείου, που γίνεται κυνηγός προσόντων για να αποκτήσει προβάδισμα έναντι του συναδέλφου ανταγωνιστή του.

Υ.Γ. Με αφορμή το ίδιο σεμινάριο, μια νηπιαγωγός γράφει…

Είμαι μια από τις τυχερές δασκάλες. Έχω 25 χαρισματικά παιδιά!

Η Ελένη δεν σταματάει να κρίνει τα πάντα.

Ο Ντένις ζωγραφίζει τα πιο όμορφα τρένα.

Ο Ηρακλής έχει «μια καλή πρόταση» για όλα.

Η Ραλία χτες ανακάλυψε το πορτοκαλί.

Ο Δημήτρης μιλάει συνέχεια για το μέλλον.

Η Αλεξάνδρα είναι πρωταγωνίστρια στο θέατρο.

Ο Ηλίας ξέρει πάντα τι είναι δίκαιο και τι όχι.

Η Κατερίνα λέει τις πιο ωραίες ιστορίες.

Ο Ντάβιντ σε κοιτάει στα μάτια να μάθει οτιδήποτε καινούριο.

Η Έλενα είπε το Ρο.

Ο Αλέξανδρος τρέχει σαν τον άνεμο.

Η Σταυρούλα έκανε μια καινούρια φίλη.

Ο Αντρέας θέλει να γίνει αστροναύτης.

Η Ιουλία έχει μια ερώτηση για όλα.

Η Νάσια ενθουσιάζεται με όλα.

Ο Χρήστος φτιάχνει τους πιο ψηλούς πύργους.

Η Θέμις μετράει κάθε της κουβέντα.

Η Κλαούντια μετράει ως το 100.

Η Θώμη μαθαίνει να μοιράζεται.

Ο Σταύρος διαλέγει πάντα χαρούμενα χρώματα.

Ο Στέλιος έχει ένα αστείο για κάθε περίπτωση.

Η Νασμίν τραγουδάει σαν αηδόνι.

Ο Βαγγέλης έχει παλέψει με δεινόσαυρους και τους νίκησε.

Ο Γκάμπριελ γελάει και φωτίζεται όλη η τάξη.

Η Αντωνία τους διαβάζει παραμύθια για να κοιμηθούν.

Κρατήστε τις ναζιστικές θεωρίες σας για τους «άριστους»! Όσο ακόμα είμαι στην εκπαίδευση, «πρώτιστος στόχος και προτεραιότητά μου» είναι να γίνει το καθένα απ’ αυτά ο καλύτερος εαυτός του. Όχι για να επιβιώσουν στη ζούγκλα σας, αλλά για να σας την τρίψουν στα μούτρα!

Αθήνα 21/2/2013

27 Φεβ 2013

ΣΥΡΙΖΑ - ΠΑΣΟΚ: Zusammen in Berlin!

Την Κυριακή 17 Φλεβάρη πραγματοποιήθηκαν στην Ελληνική Κοινότητα Βερολίνου έκτακτες εκλογές, μετά την παραίτηση 5 μελών του 9μελούς ΔΣ. Πέρα από την «Αγωνιστική Συσπείρωση Μεταναστών», που στηρίζεται από το ΚΚΕ και αύξησε τις δυνάμεις της διατηρώντας τη 1 έδρα που κατείχε, συμμετείχαν: 

Η «Ενωτική Πρωτοβουλία» (ΣΥΡΙΖΑ) που έλαβε 3 έδρες, το ΠΑΣΚΕΜ (ΠΑΣΟΚ) με 2 έδρες, οι «Νέες Δυνάμεις» (ΝΔ) με 1 έδρα και δύο ακόμα παρατάξεις που αυτοδιαφημίζονται ως «ανεξάρτητες», λαμβάνοντας από 1 έδρα η καθεμιά.

Ο ΣΥΡΙΖΑ Βερολίνου καλούσε «τα μέλη και τους φίλους του να στηρίξουν με όλες τους τις δυνάμεις την παράταξη Ενωτική Πρωτοβουλία», ενώ μετεκλογικά δεν έχασε την ευκαιρία το portal του ΣΥΡΙΖΑ να θριαμβολογήσει: «Πρώτη δύναμη η αριστερά στην Ελληνική Κοινότητα Βερολίνου»! Ωστόσο, το πώς αντιλαμβάνονται την «αριστερά» ο ΣΥΡΙΖΑ, το left.gr, καθώς και η «Ενωτική Πρωτοβουλία» το διαπίστωσαν οι Έλληνες μετανάστες του Βερολίνου κατά τη διάρκεια του πρώτου ΔΣ για τη συγκρότηση του νέου προεδρείου.

Εκεί, λοιπόν, «η Ενωτική Πρωτοβουλία (που) συγκεντρώνει ανθρώπους από το ευρύτερο φάσμα της Αριστεράς, υλοποιώντας έτσι το πρόταγμα για ενότητα στη δράση», όπως αυτάρεσκα και υποκριτικά δήλωνε ο ΣΥΡΙΖΑ Βερολίνου, μοίρασε τις θέσεις του προεδρείου με την παράταξη του …ΠΑΣΟΚ, στην οποία έδωσε και τη θέση του νέου προέδρου της Κοινότητας. Μετά τις συνεννοήσεις στα σωματεία, μετά την «ενότητα δράσης» με τον εργοδοτικό και κυβερνητικό συνδικαλισμό, η …«αριστερά» που διατυμπανίζει ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ δεν θα μπορούσε να μη θριαμβεύσει και εκτός Ελλάδας!

Θα σπεύσουν, βέβαια, να ισχυριστούν ότι η «ανίερη» συμφωνία έγινε για να σωθεί η Κοινότητα που απειλείται με άμεση διακοπή της (πενιχρής) χρηματοδότησής της από το κρατίδιο του Βερολίνου. Ωστόσο, αν κάτι αποδεικνύει το οικονομικό αδιέξοδο της Ελληνικής Κοινότητας, είναι ότι η χρηματοδότηση δεν μπορεί να εξαρτάται από παραγοντίσκους και επίδοξους «αριστερούς» σωτήρες τύπου ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, που έχουν συμβάλει για να φτάσουν σε αυτή την κατάσταση οι ελληνικές κοινότητες στο εξωτερικό.

Και σε αυτό το σημείο η θέση της «Αγωνιστικής Συσπείρωσης Μεταναστών Βερολίνου», των κομμουνιστών που δρουν στο πλαίσιό της, είναι ξεκάθαρη: Είναι οι ίδιοι οι Έλληνες μετανάστες που πρέπει να κινητοποιηθούν και να διεκδικήσουν συλλογικά και αγωνιστικά αυτά που τους ανήκουν, τόσο από το γερμανικό όσο και από το ελληνικό κράτος!

902gr

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ( 70 χρόνια από το θάνατό του )


   «Εμείς δε γονατίσαμε σκυφτοί, τα πόδια να φιλήσουμε του δυνατού... »


Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,

δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...16853

Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές

σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,

Ηρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ' αστέρια,

μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά

της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας

που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,

πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: "Ο Παλαμάς !",

ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη !

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ενας λαός,

σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει...

κι ακέριος φλέγεται ως με τ' άδυτο ο Ναός,

κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.

Με το «εγερτήριο» αυτό σάλπισμα του ΕΑΜίτη Αγγελου Σικελιανού πάνω από τη σορό του Παλαμά, ο ελληνικός λαός αποχαιρέτησε, στις 28 Φεβρουαρίου του 1943 τον πρωτοπόρο ποιητή τού 20ού αιώνα ψάλλοντας σύσσωμοι μπροστά στους κατακτητές τον Εθνικό Υμνο. Ηταν ο επικήδειος, που συμπύκνωσε μέσα σε λίγους στίχους τη φωνή ολόκληρης της Ελλάδας. Γιατί, πράγματι, σ' εκείνο το φέρετρο ακουμπούσε η Ελλάδα.

Νέα παιδιά σήκωσαν το φέρετρο. Το έβγαλαν έξω στον κόσμο κι από εκεί η λαοθάλασσα κατευθύνθηκε στην τελευταία κατοικία του ποιητή για να τον αποχαιρετήσει. Την προηγούμενη μέρα, χαράματα, στις 27 Φεβρουαρίου, στις 3.20π.μ., «έσβησε» ο μέγας ποιητής, ο Κωστής Παλαμάς. Το μαντάτο απλώνεται σ' όλη τη χώρα. Βαρύ το πένθος του αντιστεκόμενου λαού που, μετατρέπει την κηδεία του ποιητή σε παλλαϊκή, εθνική πράξη αντίστασης.

Με την είσοδο του 1943, οι Ελληνες, εκτός από την πείνα και την καταπίεση, αντιμετώπιζαν και τον κίνδυνο της πολιτικής επιστράτευσης, παρά τις διαψεύσεις από τις γερμανικές αρχές κατοχής. Στις 23 Φεβρουαρίου δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Γερμανικά Νέα» η διαταγή του στρατηγού Σπάιντελ για την πολιτική επιστράτευση των Ελλήνων. Οι κατοχικές δυνάμεις σκόπευαν να στείλουν κόσμο στη Γερμανία και ανά τη Μεσόγειο για να δουλέψει σε καταναγκαστικά έργα. Το ίδιο βράδυ ο κατοχικός πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος και ο υπουργός Εργασίας Νικόλαος Καλύβας έσπευσαν να δημοσιεύσουν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως σχετικό διάταγμα, με τίτλο «Περί υποχρεωτικής εργασίας του αστικού πληθυσμού της Ελλάδος».

20746Η αντίδραση των δοκιμαζόμενων Ελλήνων υπήρξε ακαριαία. Την επόμενη μέρα (24 Φεβρουαρίου) χιλιάδες άνθρωποι ξεχύνονται στους δρόμους της Αθήνας για να βροντοφωνάξουν «κάτω η επιστράτευση» και να ψάλλουν τον Εθνικό Υμνο. Μία ομάδα διασπά τον αστυνομικό κλοιό και καταστρέφει το γραφείο του κατοχικού πρωθυπουργού στη Βουλή. Μια άλλη, αφού υπερφαλαγγίζει τους Ιταλούς καραμπινιέρους, πυρπολεί το υπουργείο Εργασίας, όπου είχε γίνει ο προπαρασκευαστικός σχεδιασμός για την επιστράτευση. Κατά τις συγκρούσεις, τρεις διαδηλωτές σκοτώνονται και τριάντα τραυματίζονται σοβαρά.


Τις επόμενες μέρες, το αυθόρμητο δίνει τη θέση του στο οργανωμένο. Τηλεφωνητές, δημόσιοι υπάλληλοι και μαθητές κατεβαίνουν στους δρόμους. Ενώ, η κηδεία του εθνικού ποιητή Κωστή Παλαμά μετατρέπεται σε αντικατοχική διαδήλωση. Με το θάνατό του ένωσε το λαό, τον εμψύχωσε, κι με κείνη την αυθόρμητη διαδήλωση ουσιαστικά προσκυνούσαν το μεγαλείο της ψυχής και της πέννας του.

Οραματίστηκε την κοινωνία του λαού

Αυτός ο πνευματικός «γίγαντας» - ποιητής, πεζογράφος, κριτικός και πρωτοπόρος μαχητής του Δημοτικισμού - ο οποίος με το αριστούργημά του, «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου», οραματίστηκε την κοινωνία του λαού, θα μείνει αθάνατος. Και καθώς ο λαός, περιφρονημένος, ξεγελασμένος, «αλυσωδεμένος», μοχθεί ξανά και η ανεργία, η φτώχεια και η εκμετάλλευση κατακλύζουν τη ζωή του, το παλαμικό έργο ξαναλάμπει, ξαναγίνεται επίκαιρο. Ξαναλάμπει σαν «φάρος» για μια νέα «αφύπνιση» του δουλευτή λαού ενάντια στους εκμεταλλευτές του, ενάντια στους πατριδοκάπηλους, πολεμοκάπηλους, ντόπιους και ξένους δυνάστες για νέα αναγεννητική πορεία του τόπου.

 

«Εμείς δε γονατίσαμε σκυφτοί τα πόδια να φιλήσουμε του δυνατού σαν τα σκουλήκια που πατεί μας/ μα για ν' αντισταθή με το σπαθί, βρέθηκε σαν πολύ στοχαστική και σαν πολύ ονειρόπλεχτη η ψυχή μας.»


Την ημέρα της κηδείας του 28/2/1943
Ο Παλαμάς ανασύνθεσε δημιουργικά μέσα στην ποίησή του τις παραδόσεις και την ιστορία όλου του ελληνικού πολιτισμού σε μια διαλεκτική ενότητα δίνοντάς μας μεγάλες συνθέσεις οι οποίες δεν αποτελούν απλές σελίδες της Ιστορίας μας, αλλά σπουδαία ανεκτίμητα υλικά της ανθρώπινης ευαισθησίας και των σκιρτημάτων της ζωής, στο στερέωμα των συνειδήσεων.


«Δείξε εσύ πως πρώτα είσαι ο άρχοντας/ κι ο εξουσιαστής/ του θυμού σου, της βουλής σου, της ψυχής σου,/ γίνε δουλευτής./Σβήσε κάθε σου ξεχώρισμα,/ ρίχ' το δαχτυλίδι σου αρραβώνα/ μέσα στο κανάλι του λαού,/ ένας γίνε από τους στύλους τους αμέτρητους/ του μεγάλου έργου του συντροφικού».

Ο Παλαμάς, μπορεί να ήταν άνθρωπος του γραφείου (ποιητής αλλά και πεζογράφος, και ιστορικός, και έγκυρος κριτικός της λογοτεχνίας μας, θεατρικός συγγραφέας και παράλληλα δημοσιογράφος και ιδρυτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ και της Ακαδημίας Αθηνών, της οποίας διετέλεσε πρόεδρος το 1931), αλλά δεν υπήρξε αποκομμένος από την οδυνηρή πραγματικότητα. Αντίθετα, την συνέλαβε με τις κεραίες της ευαισθησίας του και της ανθρωπιάς του και την κατέστησε σημαία αγωνιστική.

Αγκαλιαστείτε, αδέρφια, ορθοί! Με μια καρδιά, μια γνώμη, Δικαιοσύνη, βρόντηξε, και λάμψε, Προκοπή!;

 

Εργάτη είδα το δίκιο σου»...

 

Το ποίημα «Εμείς οι Εργάτες», γραμμένο το 1913 (τ. 9, σ. 165), και δημοσιευμένο στη συλλογή Δειλοί και Σκληροί Στίχοι (α' έκδοση 1928 και β' έκδοση 1933), αν και γράφτηκε το 1913, η δημοσίευσή του την περίοδο, κατά την οποία κορυφώνεται σε διεθνές και ελληνικό επίπεδο η μεγάλη κρίση, και είναι έκδηλη η δεινή κατάσταση των εργαζομένων, δεν μπορεί παρά να είναι μια συνειδητή επιλογή.


...Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ίδρωτά μας

ποτίζουμε τη γη για να γεννά

καρπούς, λουλούδια, τ' αγαθά του κόσμου ολόγυρά μας·

φτωχή, αλουλούδιαστη, άκαρπη, μονάχα η αργατιά,

Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ίδρωτά μας

ζυμώνουμε του κόσμου το ψωμί,

πιο δυνατά κι απ' τα σπαθιά τα χέρια τα δικά μας,

και μ' όλο το αλυσόδεμα, σκάφτουν, και η γη πλουτεί,

...Στου κόσμου τους θησαυριστές το βιος σου, εργάτη, νόμοι

στο τρώνε αδικητές χωρίς ντροπή;

Επίσης, Ο Κύκλος των Τετραστίχων, δημοσιευμένος το 1929, είναι ενδεικτικός της στάσης του ποιητή. Στο τετρ. 118 (τ.9, σ. 274) γράφει:

Εργάτη, είδα το δίκιο σου κ' έλεα να ξεκινήσω

να σταθώ πλάι σου... Μια φωνή μου έκραζε πάντα: Πίσω!

Να είταν το αίμα μέσα μου που ρέει του νοικοκύρη;

Να είταν η Μούσα ρηγικό που μου 'δωκε ψαλτήρι;

 

Στην αργατιά, στη χωριατιά το χιόνι, η γρίππη, η πείνα,

οι λύκοι,

ποτάμια, πέλαγα, στεριές, ξολοθρεμός και φρίκη.

Χειμώνας άγριος. Κ' η φωτιά, καλοκαιριά στην κάμαρά

μου.

Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου.

Θριαμβευτής λαός

Ο Κωστής Παλαμάς, τρεις μέρες μετά την κήρυξη του Ελληνοαλβανικού πολέμου (1η Νοεμβρίου 1940), απευθύνεται στα νιάτα της Ελλάδας με ένα τετράστιχό του που επιγράφεται «Στη νεολαία μας».

«Αυτό κρατάει ανάλαφρο μεσ' την ανεμοζάλη

το από του κόσμου τη βοή πρεσβυτικό κεφάλι,

αυτό το λόγο θα σας πω

δεν έχω άλλο κανένα

Μεθύστε με τ' αθάνατο

κρασί του Εικοσιένα!»

Και καθώς τα παιδιά της Ελλάδας έγραφαν σελίδες δόξας και μεγαλείου στις δυσπρόσιτες και χιονισμένες κορυφές της Πίνδου ο Κωστής Παλαμάς συνεπαρμένος απ' τις νίκες γράφει το τελευταίο του ποίημα με τίτλο: «Η νίκη».

«Παιδιά μου ο πόλεμος, / για σας περνάει θριαμβευτής/ των άδικων ο πόλεμος / δεν είν' εκδικητής / είναι ο θυμός της άνοιξης / και της δημιουργίας; / Κι' αν είναι, και στον / πόλεμο μέσα η ζωή θυσία, / ο τάφος είναι πέρασμα / προς την Αθανασία!»

Ο ουμανισμός και διεθνισμός του Παλαμά εκφραζόταν μέσα από τον αγώνα του για την ψυχοπνευματική εξύψωση κάθε ανθρώπου, κάθε φυλής και λαχταρούσε τη μέρα που «κι ο άνθρωπος ο βαριομοίρης/ θα υψωθεί θριαμβευτής/ σε μια γη πλατειά προφήτης/ μιας πλατύτερης ψυχής».

Ο Παλαμάς έγινε κατήγορος και των μακελάρηδων του λαού, δεόμενος για τους κατακτημένους αγωνιζόμενους «Δέομαι. Καίω θυμίαμα, καίω λαμπάδες, σ' εσέ του κόσμου Ειρήνη παναγία!».

Ο Παλαμάς από την ίδια την «πάλη» του με την τέχνη κι από τη διαλεκτική της κοινωνικής πραγματικότητας έμαθε ότι «ο κόσμος ο βαθύς/ γεννιέται πάντα από 'να πάλαιμα». Προφήτευε πως «θα 'ρθει η μέρα της νέας γέννας». Μ' αυτή τη θερμή πίστη του για το μέλλον αφήνει την ιερή παρακαταθήκη στη νέα γενιά:

Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,

όπως το βρεις κι όπως το δεις να μην το παρατήσεις.

Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα...

Και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του...

«Τα σκολειά χτίστε»

Ομως όλες οι νέες αυτές ιδέες, που κατακλύζουν το έργο του Παλαμά, ένα έχουν κίνητρο: τη μόρφωση, με το πνευματικό ανέβασμα του λαού.

Πολεμάς να στυλώσεις, Κυβερνήτη, με τα καράβια και με τα φουσάτα

της πολιτείας το σαλεμένο σπίτι! Του κάκου ιδρώνεις, έμπα σ' άλλη στράτα:

Το νου μας πρώτα στήλωσε και χτίσε, και πρώτ' απ' όλα αλφαβητάρι κράτα...

Δάσκαλος γίνε, αλήθεια αν ήρωας είσαι. Σε μια Βαβέλ δεμένους μας κρατάνε

κακά στοιχειά· το μάγεμά τους λύσε. Και στα χείλια οι καρδιές μας πάλι ας πάνε.

Σύμμετρα υψώσου, πύργε της ζωής. Τρανοί κι αν είναι οι τάφοι, τάφοι θάναι.

Στον ήλιο τόπο θέλουμε κι εμείς.

Πίστευε ότι στην αναγεννητική πορεία του ανθρώπου και του λαού βασικό ρόλο θα παίξει η Παιδεία.

... Λιτά χτίστε τα, απλόχωρα,

μεγάλα, γερά θεμελιωμένα,

από της χώρας, ακάθαρτης,

πολύβοης, αρρωστιάρας, μακριά.

Μακριά τ' ανήλιαγα σοκάκια,

τα σκολειά χτίστε.

Και τα πορτοπαράθυρα των τοίχων

περίσσια ανοίχτε, να 'ρχεται ο κυρ΄ Ηλιος,

διαφεντευτής, να χύνεται,

να φεύγει, ονειρεμένο πίσω του

αργοσέρνοντας το φεγγάρι.

Γιομίζοντάς τα να τα ζωντανεύουν

μαϊστράλια και βοριάδες και μελτέμια

με τους κελαηδισμούς και με τους μόσκους,

κι ο δάσκαλος, ποιητής

και τα βιβλία να είναι σαν τα κρίνα...

Η ποίησή του έγινε πρωτεργάτρια στη μάχη υπέρ του δημοτικισμού. Χτύπησε αμείλικτα και με το ποίημά του «Δημοτικισμός» τους καθαρευουσιάνους: «Κάμπιες και σκόροι, / και παπαγάλοι,/ κ' εσείς, δασκάλοι,/ κ' εσείς, ρητόροι,/ τι; με το ζόρι,/ και τη μεγάλη/ τη Γλώσσα κόρη,/ τα γυμνά κάλλη/ να τα ντροπιάστε/ ζητάτε; Να 'στε/ καταραμένοι!/ Πέρνα, μπαμπούλα!/ Μα ο Στίχος, βούλα/ πυρή, και μένει».

Μη μαρξιστής, αλλά πραγματιστής και διαλεκτικός ο Παλαμάς θεωρούσε ότι «ο ιστορικός υλισμός έχει, αναμφίβολα, κι αυτός την αλήθεια του (...) δεν πρέπει να μας τρομάζει σα να είτανε σκιάχτρο. (...) Αν, καλά κακά, ξαναβγήκε η ελληνική πολιτεία, και με όλα της τα ελαττώματα, στον ήλιο και στη ζωή, και με μόνο το κίνητρο των οικονομικών προβλημάτων, ευλογημένος ο ιστορικός υλισμός».

Ο Παλαμάς σχετικά με τα πιστεύω του δήλωνε «επαναστάτης, αλλά όχι σοσιαλιστής» και πιο συγκεκριμένα έγραφε «εφτά χρονών ασυμπλήρωτων ανθρωπάκος έλαβα την υψηλή τιμή να διαλαλήσω προς το γένος μου το κήρυγμα του πιο περίεργου προμαρξικού σοσιαλισμού, μαγειρεμένο με χορταρικά και με κανελλογαρύφαλα ρωμαντικής κοινωνιστικής φιλοσοφίας(...)».

Στίχοι αθάνατοι

Ομως και ο περιλάλητος «Ολυμπιακός Υμνος» στηρίζεται στους αθάνατους στίχους του Κωστή Παλαμά και στην υπέροχη μουσική του Σπύρου Σαμάρα. 100 χρόνια και κάτι μήνες έχουν κυλήσει από την 25η Μαρτίου 1896, ημέρα πρώτη των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, όταν σε μια ηλιόλουστη μέρα, με καλό αν και λίγο ψυχρό καιρό, στο θαυμάσιο Παναθηναϊκό Στάδιο (ώρα 3.30 μ.μ.), το μοναδικό στον κόσμο «Καλλιμάρμαρο»... «μόλις αι βροντώδεις και παρατεταμέναι ζητωκραυγαί όλου του θεατηρίου (!) εσίγησαν ήρχισεν εις το μέσον ακριβώς του Σταδίου η εκτέλεσις, υπό μιας αληθώς γιγαντιαίας, διά τας Αθήνας της εποχής εκείνης, ορχήστρας και χορωδίας, του Ολυμπιακού Υμνου του διασήμου Ελληνος μουσικοδιδασκάλου Σπύρου Σαμάρα, του τονισθέντος επί των αληθώς πινδαρικών στίχων του ποιητού Κωστή Παλαμά...» - γράφει ο αυτόπτης μάρτυρας, μεγάλος παιδαγωγός της άθλησης, προπονητής το 1896 της ομάδας γυμναστικής του Εθνικού ΓΣ, Ιωάννης Χρυσάφης.

Ο Παλαμάς ήταν τότε 37 ετών, δύο χρόνια μεγαλύτερος από τον Σαμάρα, και είχε αποκτήσει «όνομα» στους λογοτεχνικούς κύκλους με «Τα τραγούδια της πατρίδας μου», «Τα μάτια της ψυχής μου» αλλά κυρίως με τον «Υμνο της Αθηνάς» που βραβεύθηκε στον σημαντικότατο Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό. Αμφίπλευρος ο θαυμασμός και βαθιά η εκτίμηση Βικέλα - Παλαμά. Προφανώς τον Βικέλα παρότρυνε προς τη «λύση Παλαμά», ο «Υμνος της Αθηνάς». Οι κύκλοι των θρησκευτικών σκοταδιστών της εποχής σημάδεψαν τους στίχους Παλαμά ως αντιχριστιανικό πόνημα. Για «επίκληση του αρχαίου ειδωλολατρικού πνεύματος της πλάνης και της κακοηθείας» εκραύγαζε ο Απόστολος Μακράκης.

Ασκητής και μύστης

Ο Αγγελος Σικελιανός στην ομιλία του στον «Παρνασσό» το 1936 με θέμα: «Ο Παλαμάς ασκητής και μύστης», θέλοντας να τοποθετήσει την τελική εικόνα του ποιητή μπροστά στους ακροατές του, «απλά και καθαρά» όπως λέει, τον ονομάζει, άγιο.

«Ο Παλαμάς», γράφει, «εμόχθησε, έλπισε, αγάπησε, αιμάτωσε, αγωνίστηκε, ενίκησε, για μας. Ο Παλαμάς λοιπόν, είναι ένας άγιος». Η ποίηση, η ζωή, το όνειρο και η πράξη του ήταν πάνω απ' όλα πόθος να εξυψωθεί και να αξιωθεί ο «δουλευτής λαός» μας να φτιάξει ο ίδιος τη δική του ελεύθερη, δίκαιη, ισότιμη κοινωνία, τη δική του ανεξάρτητη Ελλάδα της ειρήνης και της φιλίας των λαών.

Εκεί που ακόμα ζουν οι Φαίακες του Ομήρου

και σμίγ' η Ανατολή μ΄ ένα φιλί τηΔύση,

κι ανθεί παντού με την ελιά το κυπαρίσσι,

βαθύχρωμη στολή στο γαλανό του Απείρου

...

Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό, φωτιά! Στοιχεία,

αχάλαστα και αρχή και τέλος των πλασμάτων,

σα θα περάσω στη γαλήνη των μνημάτων,

θα σας ξανάβρω, πρώτη και στερνή ευτυχία!

 

Της Σοφίας Αδαμίδου (από τον “Ριζοσπάστη” της 27 Φλεβάρη 2011)

25 Φεβ 2013

Οταν..αισιοδοξεί η ..Βρυξελιώτισσα...

Σε σχόλιό του, για τις δηλώσεις της επιτρόπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Μ. Δαμανάκη και τη συζήτηση για τον κατώτατο μισθό, το Γραφείο Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ τονίζει:
 
«Οι δηλώσεις της Μ. Δαμανάκη, ότι η Κομισιόν αφήνει ανοιχτό το θέμα του κατώτατου μισθού, επιβεβαιώνουν ότι ΕΕ, κυβέρνηση και πλουτοκρατία είναι αποφασισμένες να βυθίσουν ακόμη περισσότερο τους εργαζόμενους στην εξαθλίωση, για να εξασφαλίσουν την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρηματικών ομίλων.

Η δημιουργία πάμφτωχων εργαζομένων, μέσα από τις μειώσεις μισθών και την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, είναι βασική προϋπόθεση για να προχωρήσουν οι καπιταλιστικές επενδύσεις και να έλθει η ανάκαμψη, την οποία εξωραΐζουν στα μάτια του λαού τόσο η κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και τα άλλα κόμματα του "ευρωμονόδρομου".

Γι’ αυτό το λόγο η μεν κυβέρνηση αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο νέων οδυνηρών μειώσεων, ο δε ΣΥΡΙΖΑ, με τις πρόσφατες δηλώσεις στελεχών του, παίρνει πίσω τη δέσμευση για άμεση, με νόμο, αποκατάσταση μισθών και συντάξεων και την αντικαθιστά με την "κούφια" υπόσχεση για σταδιακή αποκατάσταση, αν και εφόσον η ελληνική οικονομία επανέλθει στα επίπεδα προ κρίσης.

Μονόδρομος για τους εργαζόμενους είναι να εγκαταλείψουν τα κόμματα που "πίνουν νερό" στο όνομα της καπιταλιστικής ανάκαμψης και του "ευρωμονόδρομου". Να διεκδικήσουν την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων, να δυναμώσουν τον αγώνα και τη συμμαχία τους με τα άλλα λαϊκά στρώματα και να γυρίσουν τις πλάτες στις συνταγές της ίδιας διαχείρισης».

 Οι δηλώσεις Δαμανάκη

Η θέση της Κομισιόν για το ζήτημα του κατώτατου μισθού «τελικά αφήνει το θέμα ανοιχτό και επικεντρώνεται κυρίως στην ανάγκη κοινωνικού διαλόγου πριν από τις όποιες αλλαγές. Αισιοδοξώ ότι θα εργαστούμε αποτελεσματικά ώστε να μη δεχτούμε άλλες τέτοιες πιέσεις», δήλωσε στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», η επίτροπος της ΕΕ, Μαρία Δαμανάκη.

Πρόσθεσε ακόμα ότι «σίγουρος δρόμος για να αποφύγουμε στο μέλλον τις οποιεσδήποτε πιέσεις είναι να συγκεντρωθούμε χωρίς άλλες καθυστερήσεις στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών μας», δηλαδή ο λαός να αποδεχτεί τα βάρβαρα μέτρα και την υλοποίησή τους.

902gr

Ταξική πάλη και βία…


51527-viole

 

ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ ΚΑΙ ΒΙΑ

Το κράτος και η βία του στη μακρόχρονη ιστορία των ταξικών κοινωνιών, πάντοτε ορθώνανε την απειλή της φυσικής εξόντωσης στις καταπιεζόμενες τάξεις που αγωνίζονταν για την ελευθερία τους. Ο μυθικός Προμηθέας, αλυσόδετος στα χέρια των τεράτων υπηρετών του Δία, του κράτους και της βίας, οδηγείται στο βράχο του μαρτυρίου του, γιατί τόλμησε να κλέψει από τον Ολυμπο τη φωτιά και να τη χαρίσει στους ανθρώπους. Σχετικά με τα λόγια του Προμηθέα στο Δία: «Να σου πω την αλήθεια, εγώ όλους τους θεούς τους μισώ» και την απάντηση που δίνει στον Ερμή: «... Εγώ δεν αλλάζω το μαρτύριο μου με μια ζωή σκλάβου. Κάλλιο στο βράχο αλυσόδετος, παρά δούλος πιστός του τύραννου Δία». Ο Μαρξ είπε: «Ο Προμηθέας είναι ο πιο ευγενικός και άγιος μάρτυρας του φιλοσοφικού ημερολογίου»[5].

Το κράτος δεν υπήρχε πάντα στην ιστορία του ανθρώπου, αλλά εμφανίστηκε όταν ο καταμερισμός της εργασίας και η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής διέσπασαν την πρωτόγονη κοινωνία των γενών σε τάξεις. Για το μαρξισμό η δημιουργία των τάξεων γέννησε το κράτος σαν μηχανισμό κυριαρχίας και επιβολής των εκμεταλλευτών στους εκμεταλλευόμενους, η αδικία και η εκμετάλλευση της εργασίας γέννησαν τη βία σαν μέθοδο επιβολής της θέλησης της άρχουσας τάξης.

Η βία σαν υλική δύναμη της κρατικής εξουσίας των καπιταλιστών ορθώνεται απειλητικά στον αγώνα της εργατικής τάξης για να αποτινάξει τα δεσμά της καταπίεσης. Το κράτος και η αστική δημοκρατία μαζί με τις μορφές της, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η δικτατορία της αστικής τάξης που με τη βία, πότε καλυμμένη και πότε ανοικτή επιβάλλει την κυριαρχία του συστήματος. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού, το κεφάλαιο και το κράτος του περνάνε την αντίδραση σε όλες τις πλευρές της κοινωνίας, η αστική τάξη υπερφαλαγγίζει τις τυπικές δημοκρατικές μεθόδους και επιβάλλει συχνά βίαιες στρατιωτικές - φασιστικές δικτατορίες.

Στον τομέα της ιδεολογίας, η αστική τάξη μαζί με την κοινωνική δημαγωγία, καλλιεργεί την απροκάλυπτη εξύμνηση της βίας σαν νόμιμο δικαίωμα αποκλειστικά της κρατικής πολιτικής για να εξασφαλίσει την «ασφάλεια» των πολιτών και τα «συμφέροντα των εθνών».

Οι κομμουνιστές δεν είναι θιασώτες της βίας και του πολέμου. Ο μαρξισμός - λενινισμός απορρίπτει τις θεωρίες που αποδίδουν στη βία καθοριστικό ρόλο στην ιστορία[6]. Ταυτόχρονα, όμως, δεν αρνιέται καθόλου το ρόλο της βίας στον ένα ή στον άλλο μηχανισμό πραγματοποίησης της ιστορικής αναγκαιότητας, γιατί όπως έγραφε ο Μαρξ, αναφερόμενος στο προτσές της μετατροπής του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής σε κεφαλαιοκρατικό που επιταχύνθηκε με την κρατική βία: «Η βία είναι η μαμή κάθε παλιάς κοινωνίας όταν αυτή εγκυμονεί τη νέα. Η ίδια η βία είναι οικονομική δύναμη»[7]. Οι κομμουνιστές είναι αντίθετοι και πολέμιοι κάθε μορφής ατομικής «τρομοκρατίας» και τυχοδιωκτισμού, υπερασπίζονται όμως το δικαίωμα της εργατικής τάξης και του λαού να χρησιμοποιήσουν κάθε μορφή πάλης για να καμφθεί η εκδήλωση κρατικής βίας που στρέφεται ενάντια στο λαϊκό κίνημα.

Ο Λένιν στην αντιπαράθεσή του με τους οπαδούς της ατομικής τρομοκρατίας

δήλωνε ότι: «Η σοσιαλδημοκρατία θα συνιστά πάντα την αποφυγή του τυχοδιωκτισμού και θα ξεσκεπάζει αλύπητα τις αυταπάτες που καταλήγουν αναπόφευκτα στην πλήρη απογοήτευση. Πρέπει να θυμούμαστε ότι το επαναστατικό κόμμα τότε μονάχα είναι άξιο του ονόματός του, όταν καθοδηγεί στην πράξη το κίνημα της επαναστατικής τάξης. Πρέπει να θυμούμαστε πως κάθε λαϊκό κίνημα παρουσιάζει ατελείωτη ποικιλία μορφών, επεξεργαζόμενο συνεχώς νέες, απορρίπτοντας τις παλιές, τροποποιώντας είτε συνδυάζοντας παλιές και νέες μορφές. Και χρέος μας είναι να παίρνουμε ενεργό μέρος σ’ αυτό το προτσές της επεξεργασίας των μεθόδων και των μέσων πάλης»[8].

Η ιστορία των κοινωνιών, είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων, που πραγματοποιείται με άλματα τη στιγμή της κορύφωσης της πάλης όταν εκδηλώνεται η κοινωνική επανάσταση. Τότε ακριβώς το κράτος των εκμεταλλευτών, σαν υλική δύναμη που ενσαρκώνει τη θέλησή τους, με τη βία στρέφει όλη τη δύναμή του για να τσακίσει τις επαναστατικές δυνάμεις. Το επαναστατικό κίνημα σ’ αυτή την τεράστια δύναμη καταστολής και κατάπνιξης είναι υποχρεωμένο να απαντήσει με τη δική του δύναμη αντίστασης και απελευθέρωσης.

Η ιστορία έχει δείξει ότι καμιά κοινωνική επανάσταση δεν πραγματοποιείται δίχως μαζική πολιτική δράση, δίχως άσκηση επαναστατικής βίας, ακόμη και ένοπλης λαϊκής πάλης όταν το κράτος των εκμεταλλευτών στρέφει όλους τους μηχανισμούς του, ιδεολογικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς για την καταστολή της θέλησης του λαού. Ο βαθμός και οι μορφές της βίας όμως πάντα καθορίζονται κυρίως από το βαθμό και τις μορφές επίθεσης των κυρίαρχων τάξεων.

Η πάλη της εργατικής τάξης και του λαού ενάντια στην πολιτική κυριαρχία των μονοπωλίων, για να στεφθεί με επιτυχία πρέπει να θέσει το ζήτημα της εξουσίας που είναι και η καρδιά της πολιτικής πάλης. Οι καπιταλιστές γνωρίζουν πολύ καλά ότι πολιτική που δε θίγει την κρατική τους εξουσία, κινείται στα όρια του συστήματος, δεν μπορεί να τους ανατρέψει. Δεν αρκεί η αποδοχή της πάλης των τάξεων, αλλά χρειάζεται αγώνας για την τελική της κατάληξη που είναι η δικτατορία του προλεταριάτου. Η ανατροπή της πολιτικής εξουσίας των μονοπωλίων απαιτεί μια νέα εξουσία που σαν κρατική εξουσία εμπεριέχει τη βία, όμως εδώ πρόκειται για βία της πλειοψηφίας του λαού σε βάρος της μειοψηφίας των εκμεταλλευτών που δεν αποδέχονται, όπως έχει δείξει η ιστορία, την ήττα τους και επιχειρούν να παλινορθώσουν το εκμεταλλευτικό καθεστώς. Η κύρια λειτουργία της λαϊκής εξουσίας είναι η δημιουργική, η κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, η ανάπτυξη της κοινωνίας με κεντρικό σχεδιασμό, χωρίς εκμετάλλευση αλλά με γνώμονα τις ανάγκες της εργατικής τάξης, του λαού και με την ολόπλευρη συμμετοχή τους.

Χωρίς επαναστατική βία, έλεγε ο Λένιν για την Οκτωβριανή Επανάσταση, το προλεταριάτο δεν μπορούσε να νικήσει. Αποτελούσε όμως απαραίτητη και δικαιολογημένη μέθοδο σε ορισμένες μόνο στιγμές της, μόνο όταν υπήρχαν ορισμένες και ειδικές συνθήκες, «...ενώ η οργάνωση των προλεταριακών μαζών, η οργάνωση των εργαζομένων ήταν και παραμένει η πολύ πιο βαθιά, μόνιμη ιδιότητα αυτής της επανάστασης και όρος της νίκης της ... η πιο βαθιά πηγή των νικών της»[9].

Το Πρόγραμμα του ΚΚΕ αναδεικνύει σαν ένα ποιοτικό γνώρισμα για το ρόλο και την προοπτική του αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου πάλης σε μια ανοδική πορεία ανάπτυξης - που φυσικά προϋποθέτει και ανάλογες αντικειμενικές εξελίξεις - τη συμμετοχή των μαζών: «Στην πορεία της πάλης και στο βαθμό που βαθαίνει ο αντικαπιταλιστικός χαρακτήρας, αποκτά τα χαρακτηριστικά ενός επαναστατικού λαϊκού μετώπου, οργανωμένου από τα κάτω και από τα πάνω, ικανού να συσπειρώνει στη δράση όλο και ευρύτερες λαϊκές μάζες.

Αποκτά ποιοτικά γνωρίσματα ανώτερα από τα μαζικά κινήματα και τις οργανώσεις τους. Τα όργανα αυτού του Μετώπου είναι τα επιτελεία του αγώνα σε κάθε επίπεδο, οργανωτές, καθοδηγητές σκληρών ταξικών συγκρούσεων. Δεν περιορίζονται στην άσκηση πίεσης και ελέγχου πάνω στο αστικό κράτος και στους άλλους αστικούς θεσμούς.

Κινητοποιούν το λαό, ώστε να ματαιώνει αντιλαϊκές επιλογές, να μην πειθαρχεί στους επάνω. Διαμορφώνουν μέσα στην πάλη νέους λαϊκούς θεσμούς, σε σύγκρουση με τους αστικούς θεσμούς που νομιμοποιούν τη δικτατορία των μονοπωλίων. Διαπαιδαγωγούν και προετοιμάζουν το λαό να αξιοποιεί όλες τις μορφές της πάλης και να είναι σε θέση να τις εναλλάσσει γρήγορα και ανάλογα με τις εξελίξεις. Τα καθοδηγητικά όργανα του αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού λαϊκού μετώπου, οι λαογέννητοι θεσμοί που εμφανίζονται στη διάρκεια της αναμέτρησης και των ταξικών αγώνων αποτελούν τα έμβρυα της νέας πολιτικής εξουσίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της»[10].

 

Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

Οι πόλεμοι είναι από τα πιο περίπλοκα και αντιφατικά φαινόμενα της κοινωνικής ζωής. Διαδραματίζονται σε όλη την ιστορία της ταξικής κοινωνίας και ασκούν τεράστια επίδραση στη ζωή των λαών και των κρατών, επιβραδύνοντας ή επιταχύνοντας την πορεία της κοινωνικής εξέλιξης. Σε αντίθεση με τις αστικές θεωρίες περί πολέμου και βίας ο Μαρξ, ο Ενγκελς και ο Λένιν έδειξαν ότι αποτελούν κοινωνικο-ιστορικό φαινόμενο που παίρνει συστηματική μορφή σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας, ότι η βία και ο πόλεμος είναι συνυφασμένοι με την ιστορική εξέλιξη του τρόπου παραγωγής και την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας. Ακριβώς η γέννηση της ατομικής ιδιοκτησίας, των τάξεων και του κράτους οδήγησε στην εμφάνιση και «ιδιαίτερων αποσπασμάτων από ένοπλους ανθρώπους», δηλαδή στρατού, αστυνομίας κλπ. Ο πόλεμος γίνεται πλέον τακτική λειτουργία των κρατών που αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα των καταπιεστών, μέσο για την πολιτική στερέωση και την επέκταση της κυριαρχίας τους, πηγή καταλήστευσης άλλων λαών.

Οι κυρίαρχες τάξεις και οι κυβερνήσεις τους πραγματοποιούν τους ταξικούς τους σκοπούς, την πολιτική τους, με τα πιο διαφορετικά μέσα - οικονομικά, ιδεολογικά, διπλωματικά κλπ. Αν αυτά τα μέσα δεν οδηγήσουν στους σκοπούς που έχουν βάλει, τότε οι κυρίαρχες τάξεις και κράτη καταφεύγουν στην ανοικτή, βίαιη ένοπλη μορφή αγώνα, στον πόλεμο μεταξύ των κρατών αλλά και στον εμφύλιο.

Σε αυτό το σημείο δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι ο πόλεμος σαν υπέρτατη μορφή βίας δεν πηγάζει από τις εξωτερικές αντιθέσεις ενός κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού αλλά από τις εσωτερικές του και κυρίως από την αντίθεση παραγωγικών δυνάμεων, σχέσεων παραγωγής που στο πλαίσιο κάθε ταξικής κοινωνίας εκδηλώνεται σαν πάλη των τάξεων και είναι η κινητήρια δύναμη της.

Αν δεν εξετάσει κανείς την ουσία του πολέμου και περιοριστεί στα εξωτερικά ιδεολογικά του καλύμματα, δε θα μπορέσει να αναδείξει την ουσία της πολιτικής που οδηγεί στον πόλεμο και επομένως στο χαρακτήρα του, αν είναι στην κατεύθυνση της κοινωνικής προόδου ή της αντίδρασης.

Πολύ ορθά ο Λένιν την περίοδο του Α΄ παγκοσμίου πολέμου διαχώρισε τη στάση των μπολσεβίκων από την αντίστοιχη των αστών πασιφιστών και των αναρχικών. Στη μπροσούρα «Σοσιαλισμός και πόλεμος» υπογραμμίζει ότι: «Από τους πρώτους διαφέρουμε γιατί καταλαβαίνουμε την αναπόφευκτη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στους πολέμους και την πάλη των τάξεων στο εσωτερικό μιας χώρας, γιατί καταλαβαίνουμε ότι είναι αδύνατο να εξαλειφθούν οι πόλεμοι χωρίς την εξάλειψη των τάξεων και τη δημιουργία του σοσιαλισμού, καθώς και γιατί αναγνωρίζουμε στο ακέραιο ότι είναι δικαιολογημένοι, προοδευτικοί και αναγκαίοι οι εμφύλιοι πόλεμοι, δηλαδή οι πόλεμοι της καταπιεζόμενης τάξης ενάντια στην καταπιέζουσα τάξη, οι πόλεμοι των δούλων ενάντια στους δουλοχτήτες, των δουλοπάροικων αγροτών ενάντια στους τσιφλικάδες, των μισθωτών εργατών ενάντια στην αστική τάξη»[11].

Οι αστοί έντεχνα αποκρύπτουν τον ταξικό χαρακτήρα των κοινωνιών και των πολεμικών αναμετρήσεων, όπως κάνει και ο καθηγητής Στρατιωτικής Ιστορίας Τζον Κήγκαν στο βιβλίο του η «Η ιστορία του Πολέμου»: «Η γραπτή ιστορία του κόσμου είναι εν πολλοίς η ιστορία του πολέμου γιατί τα κράτη στα οποία ζούμε, σε μεγάλο βαθμό είναι αποτέλεσμα κατακτήσεων πολιτικής διαμάχης ή αγώνα για την ανεξαρτησία. Οι μεγάλοι πολιτικοί άνδρες της γραπτής ιστορίας ήταν γενικώς βίαιοι άνδρες, γιατί, εάν δεν ήταν οι ίδιοι πολεμιστές -αν κι οι περισσότεροι ήταν- κατανοούσαν τη χρήση της βίας και δεν απέφευγαν να τη χρησιμοποιήσουν για να επιτύχουν τους στόχους τους»[12].

Παρουσιάζουν την ιστορία της ανθρωπότητας και των πολέμων της σαν δημιούργημα των «μεγάλων ανδρών», που συνέλαβαν και εφάρμοσαν «μεγαλόπνοα σχέδια», διοργάνωσαν «πολιτιστικές και θρησκευτικές εκστρατείες». Σαν αυτές των σταυροφοριών για να «απελευθερώσουν» τους Αγιους Τόπους από τους άπιστους, στο αίμα των οποίων κολύμπαγαν οι πανοπλίες και τα άλογα των ιπποτών, όπως καυχιόταν σε γράμμα του προς τον Πάπα ο απεσταλμένος του. Οπως με την ανακάλυψη της Αμερικής, όταν οι Ισπανοί κονκισταδόρες (κατακτητές) εξόντωσαν με τα όπλα και τις αρρώστιες δεκάδες εκατομμύρια ιθαγενών, γιατί οι «απολίτιστοι ειδωλολάτρες» ιθαγενείς του βασιλιά Μοντεζούμα, μη γνωρίζοντας τι είναι ατομική ιδιοκτησία της γης, αδυνατούσαν να πουλήσουν τις εύφορες και χρυσοφόρες περιοχές τους στους «πολιτισμένους» ιππότες της φεουδαρχικής Ευρώπης. Για τους αστούς ιστορικούς ο Σπάρτακος είναι ένας ακόμη «μέγας» ηγέτης δίπλα στον «Μέγα Αλέξανδρο», τον «Μέγα Ναπολέοντα». Μόνο που ο δικός του πόλεμος ήταν ο «δίκαιος» πόλεμος των δούλων της Αρχαίας Ρώμης ενάντια στην ηγετική δύναμη της εποχής, για να κερδίσουν την ελευθερία τους ενάντια στην τάξη των δουλοκτητών. Η Ιωάννα της Λωραίνης εκτός από «αγία» που την ανακήρυξε ο Πάπας τον 20ό αιώνα, ήταν μια χωριατοπούλα που στη διάρκεια του εκατονταετή πολέμου (1337-1453) μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας για την κυριαρχία στη Φλάνδρα και την Γουνιέννη, ηγήθηκε των αγροτών και του στρατού ενάντια στους Αγγλους κατακτητές αλλά και στους Γάλλους συνεργάτες τους, τους φεουδάρχες της Βουργουνδίας, που τελικά τη συνέλαβαν, τη δίκασαν και την παρέδωσαν στους άγγλους. Είναι η εποχή του ξεσηκωμού των αγροτών στην Ευρώπη, που στην ιστορία έμεινε γνωστός με την ονομασία «πόλεμος των χωρικών» και στη Γαλλία σαν «ζακερί» από το παρατσούκλι «Ζακ ο αφελής» που έδωσαν οι Γάλλοι αριστοκράτες στους αγρότες που ξεσηκώθηκαν ενάντια στους φεουδάρχες δυνάστες και στους Αγγλους κατακτητές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στη σύγχρονη εποχή «δίκαιου» πολέμου είναι ο Μεγάλος Πατριωτικός αντιφασιστικός αγώνας της Σοβιετικής Ενωσης στη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, ενάντια στην ιμπεριαλιστική-φασιστική Γερμανία. Ο δεκαετής αντιφασιστικός εθνικο-απελευθερωτικός και αντιιμπεριαλιστικός πόλεμος του ελληνικού λαού κατά τη δεκαετία 1940-1950.

Στην εποχή του ιμπεριαλισμού και ειδικά σήμερα βλέπουμε τα μονοπώλια και τις κυβερνήσεις τους να μη διστάζουν μπροστά σε κανένα έγκλημα για να επιβάλλουν την κυριαρχία τους. Το ζήτημα όμως που πρέπει να απασχολήσει τους λαούς είναι ότι το κεφάλαιο ψάχνει για συνεργούς, συνενόχους στα εγκλήματά του. Με χιλιάδες τρόπους προσπαθεί να τους εξαπατήσει και σε αυτή την προσπάθεια τα επιτελεία του «σκαρφίζονται» ακόμη και τις πιο απίθανες θεωρίες.

Τον «κοινωνικό δαρβινισμό» και τις θεωρίες του Μάλθους για την αναγκαιότητα του πολέμου σαν μέσο μείωσης του πληθυσμού, τον αντικομμουνισμό, την ταύτιση «κομμουνισμού» με την «αναρχία» και την «τρομοκρατία», την προβολή του κινδύνου από τον «ισλαμικό φονταμενταλισμό», τις επιστημονικοφανείς αλλά βαθιά μυστικιστικές και αντιδραστικές θεωρίες για το ρόλο των γονιδίων στη βίαιη και εγκληματική συμπεριφορά του ανθρώπου, το διαχωρισμό των ανθρώπων σε «ράτσες», σε «ανώτερους» και «κατώτερους πολιτισμούς».

Αντιπροσωπευτικό σύγχρονο δείγμα αυτών των αντιλήψεων είναι οι θέσεις του Σάμιουελ Χάντινγκτον: «Η υπόθεσή μου είναι ότι η θεμελιώδης πηγή αντιπαραθέσεων σε αυτό τον καινούργιο κόσμο δε θα είναι πρωταρχικά ούτε ιδεολογική, ούτε οικονομική. Οι μεγάλες διαιρέσεις ανάμεσα στην ανθρωπότητα και η κυρίαρχη πηγή αντιπαραθέσεων θα είναι πολιτισμική. Τα έθνη-κράτη θα παραμείνουν οι πιο ισχυροί παράγοντες στις παγκόσμιες υποθέσεις, αλλά οι κύριες διαμάχες στην παγκόσμια πολιτική θα λάβουν χώρα ανάμεσα σε έθνη και ομάδες διαφορετικών πολιτισμών. Η σύγκρουση πολιτισμών θα κυριαρχήσει στην παγκόσμια πολιτική σκηνή. Οι ασαφείς συνοριακές γραμμές μεταξύ πολιτισμών θα είναι τα πολεμικά μέτωπα του μέλλοντος.

Η διαμάχη μεταξύ πολιτισμών θα αποτελέσει την τελευταία φάση στην εξέλιξη των αντιπαραθέσεων στο σύγχρονο κόσμο»[13].

Τίποτα το καινούργιο δεν υπάρχει σε αυτές τις θεωρίες. Είναι οι γνωστές συνταγές που ανά τους αιώνες χρησιμοποιούν οι σφαγείς των λαών. Η πάλη ενάντια στο σύγχρονο πόλεμο δεν μπορεί παρά να συνδέεται με την πάλη ενάντια στην αιτία που τον δημιουργεί και επομένως ο αγώνας αυτός να βαθαίνει τα αντιιμπεριαλιστικά αντιμονοπωλιακά του χαρακτηριστικά.

Το εργατικό κίνημα, λοιπόν, για να τοποθετηθεί απέναντι σε έναν πόλεμο πρέπει να εξετάσει το χαρακτήρα του από τη σκοπιά των καταπιεζόμενων μαζών, των συμφερόντων τους για κοινωνική απελευθέρωση.

Φανταστείτε όμως ότι ένας δουλοκτήτης που έχει 100 δούλους πολεμάει με ένα δουλοκτήτη που έχει 200 δούλους για ένα πιο «δίκαιο» ξαναμοίρασμα των δούλων. Είναι φανερό ότι η χρησιμοποίηση σε μια τέτια περίπτωση της έννοιας «αμυντικός» πόλεμος ή «υπεράσπιση της πατρίδας» θα ήταν πλαστογραφία της ιστορίας, στην πράξη θα σήμαινε καθαρή εξαπάτηση του απλού λαού, του μικροαστού, του αμόρφωτου ανθρώπου από τους επιτήδειους δουλοκτήτες. Ετσι ακριβώς εξαπατά τους λαούς η σημερινή, η ιμπεριαλιστική αστική τάξη με την «εθνική» ιδεολογία και με την έννοια της υπεράσπισης της πατρίδας στο σημερινό πόλεμο, που γίνεται ανάμεσα σε δουλοκτήτες για την εδραίωση και το δυνάμωμα της δουλείας»[14]. Σε αυτό το απόσπασμα από τη μπροσούρα του Λένιν «Σοσιαλισμός και πόλεμος» χαράζεται και η τακτική του κομμουνιστικού κινήματος στην περίοδο του Α΄ παγκοσμίου πολέμου.

23 Φεβ 2013

“Ανυπόταχτη πολιτεία” ( Γ. Ρίτσος )

 

κκκκκ

«Πώς μας κλείσαν απ’ όλες τις μεριές, ως μέσα, – λέει- πιο μέσα/ με τη βουβή κραυγή, τη βουβή οργή, το βουβό μαχαίρι…/ να το καρφώνουμε στη φούχτα μας – κι αίμα δε βγαίνει…/ Αμόλησαν τα σκυλιά στους δρόμους. Τα σκυλιά μπήκαν στα σπίτια μας/ αδειάσαν τα ψυγεία, στρωθήκαν στα κρεβάτια. Οι άνθρωποι κοιτάν απορημένοι. Δυο μονάχα λέξεις στα μυστικά ακονίζουν τα μαχαίρια: Αλληλεγγύη, δικαιοσύνη»

Δεν μας πρέπει μια τέτοια Πολιτεία. Ο φόβος μας να γίνει γροθιά υψωμένη, μπαντιέρες π’ ανεμίζουν απαιτώντας ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ. Εδώ και τώρα, «οι καιροί ου μενετοί», αν τους αφήσουμε θα μας συντρίψουν… Είναι ώρα «Να τα πεις έξω απ’ τα δόντια, απερίφραστα, ασθμαίνοντας έστω,/- (τα ωραία υπονοούμενα, οι ελλείψεις και οι παραλείψεις είναι για τους βολεμένους)-/ ίσως κ’ η συντριβή του ποιήματος να γεννήσει το νέο ποίημα»

 

Μια Πολιτεία που σωπαίνει. Ο φόβος φώλιασε στο μεδούλι της. Με το πιστόλι στον κρόταφο, με το λουρί στο σβέρκο υπομένει τα δεσμά που της δέσαν ντόπιοι και ξένοι δυνάστες. «Τούτοι δω διατάξανε τη στυγερή εξόντωσή μας». Βομβαρδισμένη Πολιτεία, χίλιες φορές βομβαρδισμένη. Γκρεμισμένες καρδιές, γκρεμισμένα όνειρα. Οι καλύτεροι παίρνουν των ομματιών τους. Μια μητρυιά- πατρίδα τους σπρώχνει δείχνοντας τους κατά τη μεριά του σταθμού που παν στα ξένα…Είναι τα παιδιά σου Πολιτεία, και τα κάνεις αποπαίδια!

«ΣΩΠΑ»

 

Αζίζ Νεσίν (1915 – 1995) *

s

 

Σώπα, μη μιλάς ,είναι ντροπή κόψ' τη φωνή σου σώπασε επιτέλους κι αν ο λόγος είναι αργυρός η σιωπή ειναι χρυσός.

Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί έκλαιγα,γέλαγα,έπαιζα μου λέγανε: "σώπα".

Στο σχολείο μού κρύψαν την αλήθεια τη μισή, μου λέγανε :"εσένα τι σε νοιάζει ; Σώπα!"

Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε: "κοίτα μην πείς τίποτα, σσσσ....σώπα!"

Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε. Και αυτό βάσταξε μέχρι τα εικοσί μου χρόνια.

Ο λόγος του μεγάλου η σιωπή του μικρού.

Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο, "Τι σε νοιάζει εσένα;", μου λέγανε, "θα βρείς το μπελά σου, σώπα".

Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι "Μη χώνεις τη μύτη σου παντού, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις ,σώπα"

Παντρεύτηκα ,έκανα παιδιά , η γυναίκά μου ήταν τίμια κι εργατική και ήξερε να σωπαίνει. Είχε μάνα συνετή ,που της έλεγε "Σώπα".

Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε : "Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα" Μπορεί να μην είχαμε με δ'αύτους γνωριμίες ζηλευτές, με τους γειτονες, μας ένωνε ,όμως, το Σώπα.

Σώπα ο ενας,σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω, σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο. Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι. Κατάπιαμε τη γλώσσά μας. Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε. Φτιάξαμε το σύλλογο του "Σώπα". και μαζευτηκαμε πολλοι μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη ,αλλά μουγκή!

Πετύχαμε πολλά,φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα, τα πάντα κι όλα πολύ. Ευκολα ,μόνο με το Σώπα. Μεγάλη τέχνη αυτό το "Σώπα".

Μάθε το στη γυναίκα σου,στο παιδί σου,στην πεθερά σου κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσά σου και κάν'την να σωπάσει.

Κόψ'την σύρριζα.

Πέτα την στα σκυλιά.

Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.

Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες ,τύψεις κι αμφιβολίες. Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις απο το βραχνά να μιλάς , χωρίς να μιλάς να λές "έχετε δίκιο,είμαι σαν κι εσάς" Αχ! Πόσο θα 'θελα να μιλήσω ο κερατάς.

και δεν θα μιλάς , θα γίνεις φαφλατάς , θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς .

Κόψε τη γλώσσά σου, κόψ'την αμέσως. Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε μουγκός. Αφού δε θα μιλήσεις ,καλύτερα να το τολμησεις Κόψε τη γλώσσά σου.

Για να είμαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσά μου, γιατί νομίζω πως θα'ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο , με έναν ψιθυρο ,με ένα τραύλισμα ,με μια κραυγή που θα μου λεει: ΜΙΛΑ!....

 

* Τούρκος σατιρικός συγγραφέας και πολιτικός ακτιβιστής.

ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Β. Ι. ΛΕΝΙΝ «ΥΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΟΚΡΙΤΙΚΙΣΜΟΣ»

κκκλκλκ

του Νίκου Παπακωνσταντίνου

ΥΛΗ ΚΑΙ ΝΟΗΣΗ

Το βιβλίο του Λένιν «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός» θα μπορούσε σήμερα, απόλυτα δικαιολογημένα, να έχει ένα κάπως διαφορετικό τίτλο, να λέγεται «Υλισμός και ιδεαλισμός». Και όχι μόνο έτσι, αλλά με την προσθήκη: «Στην εποχή μας».

Τι είναι ιδεαλισμός και τι είναι υλισμός; Πώς μπορεί να γίνει κατανοητή η διαχωριστική γραμμή μεταξύ τους;

Ποια από αυτές τις δυο αφετηριακές θέσεις θα καθορίσει την κατεύθυνση ολόκληρης της σκέψης μας, ανεξάρτητα από το αν σκέπτομαι μεγάλα ή μικρά πράγματα, τις τύχες του κόσμου ή τις τύχες της χώρας μου, τα γονίδια ή τα κουάρκς (quarks), την κβαντομηχανική ή τη θεμελίωση των μαθηματικών, το μυστικό της ανάπτυξης της προσωπικότητας ή το μυστικό της εμφάνισης της ζωής στη γη;

Να λοιπόν ποιο είναι το ερώτημα:

Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στη σκέψη μας, τη συνείδηση και την ύλη;

Αυτόν τον κόσμο τον πολύπλοκο, τον μπερδεμένο που ίσως φαίνεται απλός, τον κόσμο που βλέπουμε γύρω μας, που μέσα του ζούμε και δρούμε, κάνουμε τη δουλειά μας, ανεξάρτητα από το αν γράφουμε φιλοσοφικές πραγματείες ή δοκίμια φυσικής, αν φτιάχνουμε από την πέτρα σπίτια και αγάλματα ή λιώνουμε στην υψικάμινο το ατσάλι.

Εδώ είναι το σταυροδρόμι. Μεσαίος δρόμος δεν υπάρχει. Η προσπάθεια παράκαμψης του προβλήματος, όπως κάνει ο αγνωστικισμός, συσκοτίζει το σταυροδρόμι, μπερδεύει τις σαφείς και τις πιο γενικές έννοιες που αποτελούν τον πυρήνα του ζητήματος, οδηγεί αντικειμενικά στον ιδεαλισμό.

Τέτοιες έννοιες είναι η ύλη και η συνείδηση (ο ψυχισμός, το ιδεατό, η βούληση). Δίνοντας τον ορισμό της ύλης ο Λένιν έγραφε:

«Η ύλη είναι φιλοσοφική κατηγορία που χρησιμεύει για να υποδηλώσει την αντικειμενική πραγματικότητα, που έχει δοθεί στον άνθρωπο απ’ τα αισθήματά του και που αντιγράφεται, φωτογραφίζεται, αντανακλάται απ’ τα αισθήματά μας, ενώ υπάρχει ανεξάρτητα απ’ αυτά»1.

Ολο το άπειρο σύνολο των πραγμάτων, γεγονότων, διαδικασιών που υπάρχουν στη φύση και στην ιστορία, αποκαλείται στη φιλοσοφίααντικειμενική πραγματικότητα (που υπάρχει έξω από το υποκείμενο και ανεξάρτητα από αυτό) ή πιο σύντομα ύλη, υλικός κόσμος.

Η συνείδηση είναι η πιο γενική έννοια που μπορεί να προσδιοριστεί μόνο μέσα από τη σαφή αντιπαράθεσή της με την πιο γενική έννοια «ύλη» και μάλιστα σαν κάτι το δευτερεύον, το παράγωγο, το εξαγόμενο. Η διαλεκτική συνίσταται ακριβώς στο ότι δεν μπορεί να οριστεί η ύλη ως τέτοια, παρά μόνο μέσω του αντιθέτου της και μόνο αν το ένα από τα δύο αντίθετα καθοριστεί σαν πρωταρχικό, ενώ το άλλο ως εξαγόμενο, ως παράγωγο.

Ας διατυπώσουμε τη θέση του Λένιν με ακρίβεια. Η λενινιστική θέση δε συνίσταται απλά στην αναγνώριση της «ύπαρξης του εξωτερικού κόσμου και της γνωσιμότητάς του με τις αισθήσεις μας», αλλά σε κάτι άλλο:

Η ύλη, η αντικειμενική πραγματικότητα που μας δίνεται με τις αισθήσεις μας, τοποθετείται από τον υλισμό στη βάση της θεωρίας της γνώσης (γνωσιολογίας), τη στιγμή που ο κάθε είδους ιδεαλισμός θέτει στη βάση της γνωσιολογίας τη συνείδηση, με το ένα ή το άλλο της ψευδώνυμο (είτε ως «ψυχικό», «συνειδητό» ή «ασυνείδητο» είτε ως «σύστημα μορφών της συλλογικά οργανωμένης εμπειρίας» ή ως «αντικειμενικό πνεύμα», ως ατομικό ή συλλογικό ψυχισμό, ως ατομική ή κοινωνική συνείδηση).

Ομως η κοινωνική συνείδηση (οι θετικιστές παίρνουν αυτή ακριβώς ως «άμεσα δεδομένη», ως προϋπόθεση και βάση της δικής τους θεωρίας της γνώσης που δεν υπόκειται σε παραπέρα ανάλυση) σύμφωνα με το Μαρξ δεν είναι το «πρωτεύον», αλλά το δευτερεύον, το παράγωγο του κοινωνικού είναι, δηλαδή όλων των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων που υπάρχουν ανάμεσα στους ανθρώπους.

Η ανθρώπινη γνώση δεν αποκτάται μόνο μέσω των αισθήσεων, αλλά κυρίως με τη δραστηριότητα της σκέψης που επιστήμη της είναι η λογική (και λογική, σύμφωνα με το Λένιν, είναι η θεωρία της γνώσης του σύγχρονου υλισμού).

Η λογική ορίζεται από το Λένιν, μετά το Μαρξ και τον Ενγκελς, ως η επιστήμη εκείνων των γενικών (αναγκαίων, ανεξάρτητων από τη βούληση και συνείδηση του ανθρώπου) νομοτελειών, που σε αυτές υποτάσσεται αντικειμενικά η εξέλιξη της συνολικής γνώσης της ανθρωπότητας. Οι νομοτέλειες αυτές κατανοούνται σαν αντικειμενικοί νόμοι εξέλιξης του υλικού κόσμου, και του φυσικού και του κοινωνικοϊστορικού κόσμου, της αντικειμενικής πραγματικότητας γενικά, που αντανακλώνται στη συνείδηση της ανθρωπότητας και έχουν επαληθευτεί μέσα από χιλιάδες χρόνια ανθρώπινης πρακτικής.

Επομένως:

Η λογική ως επιστήμη συνορεύει και τείνει να ταυτίζεται με τη θεωρία της ανάπτυξης της ύλης, αλλά όχι με την άμεσα δοσμένη μορφή της.

Οι θετικιστές αντίθετα υιοθετούν την «τυπική λογική», η οποία είναι μια συλλογή τρόπων, μεθόδων, κανόνων που σε αυτήν υποτάσσεται συνειδητά και με πλήρη επίγνωση η νόηση του κάθε ανθρώπου. Στη βάση της τυπικής λογικής βρίσκονται όλες εκείνες οι παμπάλαιες αρχές της τυπικής λογικής που διδάσκουν και στα σχολεία, ο νόμος της ταυτότητας, ο νόμος της αντίφασης και η αρχή της τρίτου αποκλίσεως.

Τι είναι ωστόσο η νόηση;

Αν η σκέψη είναι απλά «λόγος πλην ήχος» (αυτός είναι ο κεντρικός άξονας της αντίληψης ολόκληρου του θετικισμού), «άφωνος λόγος» ή διαδικασία ανάπτυξης των γλωσσικών συστημάτων, τότε έχει δίκιο ο θετικισμός. Και εδώ ακριβώς αρχίζει η πορεία προς τον ιδεαλισμό.

Ο Σπινόζα εξέφραζε ένα στενό υλισμό της εποχής, που αντιλαμβανόταν τη σκέψη σαν μια έμφυτη ικανότητα που έχει το υλικό σώμα, όχι όμως το κάθε υλικό σώμα, αλλά μόνο το σκεπτόμενο και που με τη βοήθειά της μπορεί να τοποθετήσει τη δράση του στο συγκεκριμένο κόσμο ενός συγκεκριμένου χώρου, σύμφωνα με τη μορφή και τη διάταξη όλων των εξωτερικών προς αυτό σωμάτων, τόσο «των σκεπτόμενων» όσο και «των μη σκεπτόμενων».

Γι’ αυτό ο Σπινόζα συμπεριλαμβάνει τη νόηση στις κατηγορίες της ουσίας, όπως και την έκταση. Ετσι καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η νόηση υπάρχει ακόμη και στα ζώα. Κατά την αντίληψή του και τα ζώα «έχουν ψυχή». Η αντίληψη αυτή διακρίνει το Σπινόζα από τον Ντεκάρτ, που πίστευε ότι το ζώο είναι απλά ένα «αυτόματο», μια πολύπλοκη «μηχανή».

Η πραγματικότητα όμως είναι ότι η νόηση γεννιέται στην πορεία και στο εσωτερικό της υλικής κίνησης ως στοιχείο της, ως πτυχή της και μόνο αργότερα αποσπάται, σε ειδική ξεχωριστή μέσα στο χρόνο και στο χώρο δραστηριότητα, που μόνο στον άνθρωπο παίρνει τη μορφή «σήματος».

Μια εντελώς διαφορετική εικόνα έχουμε, όταν με γνώμονα την ατομική εμπειρία ο λεκτικά διαμορφωμένος κόσμος εκλαμβάνεται σαν αφετηριακό σημείο στη θεωρία της γνώσης. Είναι εύκολο να υποπέσει κανείς σε μια τέτοια αυταπάτη, πολύ περισσότερο που στην ατομική εμπειρία και στην πραγματικότητα οι λέξεις (τα σήματα γενικά) δίνονται κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο στην αισθητηριακή παρατήρηση, όπως ο ήλιος, τα ποτάμια και τα βουνά, τα αγάλματα και οι πίνακες κλπ.

Η αυθόρμητη αναγωγή της ατομικής εμπειρίας ως βάση για τη θεωρία της γνώσης μπορεί να οδηγήσει στον ιδεαλισμό, έτσι οι λέξεις αντιμετωπίζονται όχι ως αντανάκλαση εννοιών αλλά ως βολικά «σύμβολα»-σημεία που έχουν καθιερωθεί ως τέτοια με βάση την εμπειρία.

Ομως και η «συλλογική εμπειρία» μπορεί να ερμηνεύεται ως κάτι το ανεξάρτητο από το Είναι, ως αυθύπαρκτη, ως κάτι το πρωταρχικό.

 

ΥΛΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Ο Φρ. Ενγκελς και ο Β. Ι. Λένιν αναφέρονται κυρίως στη σχέση συνείδησης - φύσης, συνείδησης - εξωτερικού κόσμου, συνείδησης αντικειμενικής πραγματικότητας, που δίνεται σε μας διαμέσου των αισθήσεων.

Το ζήτημα της σχέσης συνείδησης - εγκεφάλου είναι ζήτημα που λύνεται εντελώς συγκεκριμένα και επιστημονικά, όχι όμως στη φιλοσοφία, αλλά με τις κοινές προσπάθειες της ψυχοφυσιολογίας και της νευροφυσιολογίας του εγκεφάλου.

Ο,τι συμβαίνει μέσα στο ανθρώπινο σώμα, στον εγκέφαλο, στο νευρικό σύστημα και στα αισθητήρια όργανα, αποτελεί μονοπώλιο των φυσικών επιστημόνων. Μερικές φορές όμως αρχίζουν να νομίζουν πως η λύση του ζητήματος για τη σχέση συνείδησης - εγκεφάλου και ανθρώπινου σώματος αποτελεί και τη λύση του βασικού ζητήματος της φιλοσοφίας, του ζητήματος δηλαδή της σχέσης όλης της συνείδησης προς όλο τον εξωτερικό (σε σχέση με τη συνείδηση) κόσμο. Η φιλοσοφία είναι η επιστήμη που μελετάει αυτό το ζήτημα, στηριζόμενη στα συμπεράσματα άλλων επιστημών.

Η σχέση συνείδησης και υπάρχοντος έξω από το σκεπτόμενο εγκέφαλο υλικού, αντικειμενικού κόσμου των φυσικών και κοινωνικο-ιστορικών φαινομένων απασχολούσε, απασχολεί και θα απασχολεί τη φιλοσοφία. Σε αυτό ακριβώς το ζήτημα δεν είναι σε θέση να απαντήσει καμιά ψυχοφυσιολογία - νευροφυσιολογία, όσο εκλεπτυσμένη και αν είναι.

Δηλαδή η φιλοσοφία δεν ασχολείται μόνο (και μάλιστα όχι τόσο) με τη σχέση της ατομικής συνείδησης, κυρίως με όλα τα υπόλοιπα, αλλά κυρίως με τη σχέση της κοινωνικής συνείδησης (που πραγματοποιείται συλλογικά και με ιστορική συνέπεια από εκατομμύρια σκεπτόμενους εγκεφάλους) -της συνείδησης γενικά- με τον κόσμο που υπάρχει έξω από αυτή.

Ο υλικός κόσμος αντιπαρατίθεται τόσο στον ατομικό σκεπτόμενο εγκέφαλο, όσο και στο «συλλογικό σκεπτόμενο εγκέφαλο της ανθρωπότητας», δηλαδή στη νόηση γενικά, στη συνείδηση γενικά, στον ψυχισμό γενικά, στο πνεύμα γενικά. Στα πλαίσια της επίλυσης του βασικού ζητήματος της φιλοσοφίας ο ψυχισμός, η συνείδηση, η νόηση και το πνεύμα, είναι απλά συνώνυμα.

Η κοινωνική συνείδηση, που εξελίσσεται από γενιά σε γενιά, διαφέρει από την ατομική συνείδηση. Δεν μπορούμε να εξετάσουμε τη συλλογική συνείδηση των ανθρώπων (φιλοσοφικά συνείδηση) κατ’ εικόνα και ομοίωση ενός ξεχωριστού «μορίου» αυτής της συνείδησης, σαν μια πολλαπλά επαναλαμβανόμενη και επαυξημένη σε διαστάσεις «μοριακή μονάδα». Το ιστορικά εξελισσόμενο σύνολο, ολόκληρος ο πνευματικός πολιτισμός της ανθρωπότητας - είναι αυτό που ενδιαφέρει τη φιλοσοφία.

Την κοινωνική συνείδηση (και η επιστήμη έχει να κάνει ακριβώς με αυτήν) ο Μαχ και γενικότερα οι θετικιστές ούτε καν τη σκέπτονται. Επομένως, το ζήτημα της επιστήμης -τι είναι επιστήμη, από πού και γιατί δημιουργείται, σύμφωνα με ποιους νόμους εξελίσσεται- παραμένει γενικά έξω από το οπτικό τους πεδίο. Οπως ακριβώς και η τέχνη, η πολιτική, το δίκαιο, η ηθική ως γενικές μορφές συνείδησης.

Το μαχισμό, εμπειριοκριτικισμό, το μόνο που τον ενδιαφέρει στη φιλοσοφία είναι η σχέση ατομικής συνείδησης - εγκεφάλου - αισθητηρίων οργάνων. Γι’ αυτό και συνεχώς επικαλούνται αποκλειστικά την ψυχική εμπειρία του ξεχωριστού ατόμου. Από εδώ προέρχεται και η πλαστή «πειστικότητα» των επιχειρημάτων του.

Είναι αυτονόητο ότι η πραγματική σκέψη ενός επιστήμονα και οποιουδήποτε άλλου και μάλιστα μεγάλου επιστήμονα, και η αντίληψη που έχει για τη νόηση, διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους.

Γι’ αυτό και ο Λένιν είχε κάθε λόγο να αποκαλεί τον Μαχ μεγάλο επιστήμονα στον τομέα της Φυσικής, αλλά μικρό και αντιδραστικό φιλόσοφο, δηλαδή ψευτοειδικό στον τομέα που ερευνά τη συνείδηση και τους νόμους εμφάνισης και εξέλιξής της.

Ολα αυτά ο Λένιν τα αποδεικνύει. Το να σκέπτεσαι καλά στο δικό σου εξειδικευμένο τομέα -στη φυσική- δε σημαίνει ότι σκέπτεσαι το ίδιο καλά και στον τομέα της επιστήμης για τη νόηση, τη συνείδηση και τον ψυχισμό. Εδώ είναι απαραίτητο να γνωρίζεις τα γεγονότα όχι μόνο με βάση την προσωπική σου εμπειρία, αλλά με βάση τη γενίκευση της γνώσης της ανθρωπότητας.

Είναι επίσης αναγκαίο να γνωρίζεις και την ιστορία της διερεύνησής τους όχι μόνο με βάση την προσωπική εμπειρία, αλλά με βάση την ιστορία αυτής της επιστήμης.

Γι’ αυτό το λόγο ο Λένιν εξοργίστηκε όταν οι Μπογκντάνοφ, Μπαζάροφ, Λουνατσάρσκι, συμμαχώντας με τους μενσεβίκους Βαλεντίνοφ, Γιούσκεβιτς, κλπ., άρχισαν να κάνουν εκκλήσεις στη ρωσική σοσιαλδημοκρατία να μάθει να σκέπτεται από το Μαχ και σύμφωνα με το Μαχ και μάλιστα στον τομέα των κοινωνικών επιστημών, σε εκείνο ακριβώς τον τομέα, όπου η φιλοσοφία του Μαχ αποκάλυψε τη φανερή κενότητα και αντιδραστικότητά της.

Γινόταν λόγος για το μέλλον του νέου κύματος της επανάστασης στη Ρωσία. Το 1905 δεν είχε λύσει κανένα από τα θεμελιακά προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα. Θα νικήσει η νέα επανάσταση ή θα πνιγεί στο αίμα; Αυτό ήταν το ερώτημα που προσδιόριζε την ουσία της διαμάχης.

Ο Λένιν αντιλαμβανόταν πολύ καλά ότι αν οι μπολσεβίκοι σκέπτονταν όπως και ο Μαρξ, δηλαδή υλιστικά και διαλεκτικά, θα μπορούσαν να οδηγήσουν το προλεταριάτο της Ρωσίας στην αποφασιστική νίκη, στην πραγματική λύση των βασικών αντιθέσεων της ανάπτυξης της χώρας.

Από εδώ γίνεται κατανοητό ότι δεν ήταν απλά ο φιλοσοφικός υλισμός που ο Λένιν υπερασπίζεται στο βιβλίο του. Υπερασπίζεται την υλιστική (επιστημονική) διαλεκτική. Τη διαλεκτική ως λογική και θεωρία της γνώσης.

Το βασικό ζήτημα που έθεσαν οι μαχιστές και οι εμπειριοκριτικιστές συνίσταται: Στη σχέση της υλιστικής διαλεκτικής με τα γεγονότα που είχαν συντελεστεί στις σύγχρονες φυσικές επιστήμες, με εκείνες τις αλλαγές δηλαδή που έγιναν στη λογική της σκέψης των φυσικών επιστημόνων.

Ο Λένιν αντιλήφθηκε ότι εδώ βρισκόταν η κύρια αιχμή του ζητήματος και όλη η σημασία του γεγονότος αυτού για τη φιλοσοφία του μαρξισμού. Και μόνο ο Λένιν μπόρεσε να δει αυτό το πολύπλοκο ζήτημα, σε ένα πραγματικά θεμελιακό πεδίο. Σε εκείνο το επίπεδο, το οποίο και σήμερα, εκατό χρόνια μετά (και τι χρόνια!) αποτελεί υπόδειγμα για κάθε μαχητή του σοσιαλισμού που τολμά να μελετήσει τα προβλήματα της σχέσης της υλιστικής διαλεκτικής με την εξελισσόμενη σκέψη στον τομέα των φυσικών επιστημών, με τις θεωρητικές φυσικές επιστήμες.

 

ΥΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

Στο κεφάλαιο «Η νεότερη επανάσταση στις φυσικές επιστήμες και ο φιλοσοφικός ιδεαλισμός», στο βιβλίο του Λένιν, καταφέρνει ένα συντριπτικό πλήγμα στο μαχισμό, την πλέον τυπική παραλλαγή του θετικισμού γενικά, ο οποίος μέχρι σήμερα παρουσιάζεται σαν η μόνη φιλοσοφία που έχει τάχα το δικαίωμα να μιλάει εκ μέρους των φυσικών επιστημών του 20ού αιώνα, εξ ονόματος της σύγχρονης επιστήμης.

Οπως αποδείχτηκε, στον «Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό», η άγνοια της διαλεκτικής ήταν η ολέθρια αιτία για τον εκφυλισμό του αυθόρμητου υλισμού των φυσικών επιστημόνων -της «φυσικής» γνωσιολογικής τους τοποθέτησης- στις πιο χυδαίες και αντιδραστικές παραλλαγές του ιδεαλισμού και του κληρικαλισμού, πράγμα που επιμελώς ενθάρρυναν οι επαγγελματίες - καθηγητές φιλόσοφοι, οι συνειδητοί ή αυθόρμητοι σύμμαχοι του κληρικαλισμού. Τη βασική τους μέθοδο πάλης, παγιδεύοντας τους επιστήμονες ενάντια στον υλισμό, ο Λένιν τη διατύπωνε ως εξής: «Σας χαρίζουμε την επιστήμη κ.κ. φυσιοδίφες αφήστε μας την γνωσιολογία, την φιλοσοφία, αυτός είναι ο όρος συμβίωσης των θεολόγων με τους καθηγητές στις “πρωτοπόρες” καπιταλιστικές χώρες»2.

Και έως ότου οι περισσότεροι επιστήμονες δε θα γνωρίζουν και δε θα είναι σε θέση να εφαρμόζουν συνειδητά την υλιστική διαλεκτική ως μέθοδο και γνωσεοθεωρία στο δικό τους τομέα, ο ιδεαλισμός θα ξεφυτρώνει μέσα στις ίδιες τις φυσικές επιστήμες, ενώ θα κερδίζουν την πίστη και την εμπιστοσύνη των ανθρώπων οι πιο αντιδραστικές ιδεαλιστικές «σχολές».

Η δύναμη της θετικιστικής, ιδεαλιστικής φιλοσοφίας συνίσταται στη φιλοσοφική ανεπάρκεια ή την ιδεολογική στράτευση πολλών σύγχρονων φυσικών επιστημόνων. Και ο Λένιν βρήκε το θάρρος να τους πει τη δυσάρεστη αυτή αλήθεια ήδη από τις αρχές του αιώνα, όπου είχαν συσσωρευτεί μια σειρά νέες ανακαλύψεις στις φυσικές επιστήμες, να τους το πει ρητά, χωρίς διπλωματία, συνειδητοποιώντας περίφημα ότι αυτή η πικρή αλήθεια μπορεί να τους θίξει το φιλότιμο. Το να κάνεις δημόσια μια τέτοια διάγνωση ήταν κάτι που απαιτούσε ηθική τόλμη: να λες δηλαδή στους μεγαλύτερους παράγοντες της σύγχρονης επιστήμης, ότι δεν έμαθαν να σκέπτονται πραγματικά επιστημονικά στον τομέα της γνωσιοθεωρίας και της λογικής.

Το κύριο ζήτημα φυσικά δε βρισκόταν μόνο στην προσωπική ηθική τόλμη του Β. Ι. Λένιν, αλλά σε εκείνη τη διανοητική τόλμη που απαιτούν οι αρχές της φιλοσοφίας, που ο ίδιος υπερασπίζεται σε κάθε σελίδα του «Υλισμός και Εμπεριοκριτικισμός».

Το 1908 οι Ε. Μαχ και ο Α. Πουανκαρέ ήταν εξέχοντες εκπρόσωποι της θεωρητικής φυσικής εκείνης της εποχής. Γι’ αυτούς λοιπόν και όχι για τους ασήμαντους που τα είχαν μπερδέψει στην επιστήμη, ο Β. Ι. Λένιν θεώρησε αναγκαίο να πει:

«Οταν πρόκειται για φιλοσοφία, δεν πρέπει να πιστεύουμε ούτε λέξη κανενός από αυτούς τους καθηγητές, που είναι ικανοί να προσφέρουν τις πιο πολύτιμες εργασίες στους ειδικούς τομείς της χημείας, της ιστορίας ή της φυσικής. Γιατί; Για τον ίδιο λόγο που όταν πρόκειται για τη γενική θεωρία της πολιτικής οικονομίας, δεν πρέπει να πιστεύουμε ούτε λέξη κανενός καθηγητή της πολιτικής οικονομίας, ικανού να προσφέρει τις πιο πολύτιμες εργασίες στον τομέα των πραγματικών, των ειδικών ερευνών. Για το λόγο ότι στην σύγχρονη κοινωνία η γενική θεωρία της πολιτικής οικονομίας είναι το ίδιο κομματική επιστήμη όπως και η γνωσιολογία»3.

Πραγματικά ούτε λέξη από όσα λένε δεν πρέπει να πιστέψει κανείς, όταν αρχίζουν να μιλάνε για γνωσιοθεωρία, για τη λογική, για τη μέθοδο της επιστημονικής σκέψης, γιατί δε γνωρίζουν από φιλοσοφική άποψη αυτόν τον τομέα και γι’ αυτό ακριβώς μπερδεύονται, ταλαντεύονται σε κάθε τους βήμα, κάνοντας όλο και περισσότερες υποχωρήσεις στον ιδεαλισμό, λαμβάνοντας δηλαδή μια φιλοσοφική θέση, που είναι στην ουσία αντιεπιστημονική και εχθρική προς την επιστήμη γενικά, και προς τη δική τους επιστήμη ειδικά. Αλλά παρόλα αυτά συνεχίζουν να είναι διακεκριμένοι θεωρητικοί στο δικό τους, ειδικό, τομέα της σκέψης.

Παράδοξο; Ναι, είναι από εκείνα τα παράδοξα, που έχει πλήθος η ιστορία γενικά και η ιστορία της επιστημονικής σκέψης ειδικά:

Ο Λένιν, στη βάση της λεπτομερούς φιλοσοφικής και θεωρητικής ανάλυσης, δείχνει την ουσία αυτού του παράδοξου, δείχνει πως είναι δυνατός ένας τέτοιος αφύσικος συνδυασμός. Ο συνδυασμός της επιστημονικής σκέψης που υλοποιείται από τους φυσικούς επιστήμονες, με μια ανεπαρκή επίγνωση ή ψευδή γνώση της ουσίας του ίδιου τους του έργου, με μια αντιεπιστημονική (ψευδοεπιστημονική) ερμηνεία των πραγματικών νόμων της ίδιας τους της σκέψης, δηλαδή εκείνων των αντικειμενικών νόμων της γνώσης στους οποίους -είτε το θέλουν αυτό μερικοί φυσικοί επιστήμονες είτε όχι, είτε το συνειδητοποιούν αυτό είτε όχι- υποτάσσεται τελικά το ίδιο η πορεία, τόσο της γνώσης συνολικά όσο και της γνώσης σε κάθε ειδικό τομέα της. Και τίθεται αντικειμενικά το ζήτημα: Π.χ. μπορούμε να μελετάμε την κβαντική μηχανική, τη βιολογία, την κληρονομικότητα και πολλούς άλλους τομείς της ανθρώπινης γνώσης μόνο από τη σκοπιά των έτοιμων αληθειών;

Σε αυτές τις επιστήμες όλα βρίσκονται σε κατάσταση κίνησης, ερευνών, πλάι στους σπουδαίους κόκκους της απόλυτης γνώσης, εδώ κυριαρχούν οι σχετικές αλήθειες, που κατά την πορεία της γνώσης βαθαίνουν, τελειοποιούνται, ξεκαθαρίζονται χάρις στη βοήθεια πιο πλατιών και αληθινών εννοιών και θεωριών. Γεννιέται το ερώτημα: Υπάρχει άραγε, σε αυτή την κίνηση της γνώσης, από το σχετικό στο απόλυτο, από τη μη πλήρη και λιγότερο βαθιά προς την πλήρη και πιο βαθιά γνώση, κάποια λογική;

Αφού η τυπική λογική δεν μπορεί να υποδείξει τους νόμους της γνώσης που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στις αναπτυσσόμενες σχετικές αλήθειες, αυτό δείχνει τη στενότητα και τον περιορισμένο χαρακτήρα της.

Και όμως η θέση ότι η γνώση βρίσκεται σε κίνηση από τις σχετικές προς τις απόλυτες αλήθειες, δεν αφορά κάποιους ξεχωριστούς, καθυστερημένους τομείς της επιστήμης, αλλά το σύνολο των επιστημών, οποιαδήποτε επιστήμη.

Το συμπέρασμα του Λένιν είναι ακαταμάχητο: «Στη γνωσιοθεωρία καθώς και σε όλους τους άλλους τομείς της επιστήμης, πρέπει να σκεπτόμαστε διαλεκτικά, δηλαδή να μη θεωρούμε τις γνώσεις μας σαν κάτι το έτοιμο και το αμετάβλητο, αλλά να ξεδιαλύνουμε με τι τρόπο από την άγνοια προκύπτει η γνώση, με τι τρόπο η γνώση, η όχι πλήρης, η όχι ακριβής γίνεται πληρέστερη και ακριβέστερη»4.

Και ακόμη:

«Στην παλιά λογική δεν υπάρχει πέρασμα, εξέλιξη (εννοιών και νόησης)». Στη διαλεκτική λογική υπάρχει ανάπτυξη μιας εσωτερικής αναγκαίας σχέσης όλων των μερών και του περάσματος του ενός μέρους στο άλλο5.

Στη γνώση δηλαδή προσιδιάζουν ορισμένοι αντικειμενικοί νόμοι. Η γνώση μπορεί να κατανοηθεί μόνο ως ανάπτυξη, ως κίνηση της νόησης.

Στην πραγματικότητα οι φυσικοί επιστήμονες συχνά σκέπτονται σε κάθε τους βήμα αντίθετα με τη λογική και γνωσιοθεωρία που οι ίδιοι διακηρύσσουν συνειδητά, επειδή σε αυτό τους ωθεί η ασφυκτική πίεση του συνόλου των γεγονότων και η αδιαμφισβήτητη εγκυρότητα των πειραματικών δεδομένων, δηλαδή η δύναμη των καθ’ όλα υλικών προϋποθέσεων της σκέψης, των νόμων της.

Οι άνθρωποι που συμμετέχουν πραγματικά στην παραγωγή νέας γνώσης για τη φύση, αναγκάζονται σε κάθε τους βήμα να διανύουν τέτοιες διαδρομές με τη σκέψη τους, να κάνουν τέτοιες «πράξεις με τις έννοιες», οι οποίες, από την άποψη της λογικής και γνωσιοθεωρίας που οι ίδιοι συνειδητά διακηρύσσουν, δεν είναι απλά ακατανόητες, αλλά και εντελώς αθέμιτες και μάλιστα παράνομες.

Σύμφωνα με το διαλεκτικό υλισμό, δηλαδή τη σαφή και συνεπή διαλεκτική υλιστική γνωσιοθεωρία, τέτοιου είδους καταστάσεις δεν έχουν τίποτα το αινιγματικό: Απλά επιβεβαιώνουν ανάγλυφα ότι όλες χωρίς εξαίρεση οι αλλαγές, οι εξελίξεις και οι επαναστάσεις που γίνονται μέσα στη συνείδηση (στην κοινωνική συνείδηση) καθορίζονται και εξηγούνται από το γεγονός ότι η συνείδηση αυτή -παρ’ όλες τις αυταπάτες που μπορεί να δημιουργήσει σε σχέση με αυτό- αναγκάζεται στην ανάπτυξή της να υποταχθεί στη δύναμη των αντικειμενικών δεδομένων, όπως υποτάσσεται κανείς σε κάποια ανώτατη εξουσία. Ακριβέστερα, σε εκείνο το ανεξάρτητο από τη συνείδηση και το έξω από αυτήν υπάρχον συγκεκριμένο σύνολο γεγονότων που έχουμε ως υλικός κόσμος ή απλά ύλη.

Είναι βέβαια γεγονός ότι στην πορεία της πραγματικά συντελούμενης έρευνας, η σκέψη κάθε σοβαρού φυσικού επιστήμονα, έχει ακριβώς σαν πυξίδα αυτήν την γνωσιολογική θέση και παραμένει επιστημονική, ακριβώς στο βαθμό και στο μέτρο που εξακολουθεί να την έχει πραγματικά σαν πυξίδα. Γι’ αυτό και ο Λένιν έχει κάθε δικαίωμα να εμμένει στο ότι οι φυσικές επιστήμες αποδέχονταν πάντα και αποδέχονται την άποψη της υλιστικής γνωσιοθεωρίας.

Αλλο ζήτημα βέβαια είναι η ασυνέπεια που προκύπτει από τη μη γνώση της υλιστικής διαλεκτικής που αποτυπώνεται και στην απόδοση εννοιών που αξιοποιούν διάφοροι φυσικοί επιστήμονες στη διατύπωση θεμελιακών αρχών του φιλοσοφικού έργου τους. Ετσι οδηγούνται σε ανακρίβειες, ανεπάρκειες και λάθη, που αντικειμενικά ενισχύουν την ιδεαλιστική αντίληψη.

Ο διαλεκτικός υλισμός αναγνωρίζει τις αντιφάσεις ανάμεσα στα αποτελέσματα της εργασίας των φυσικών επιστημόνων και στο πώς τα ερμηνεύουν. Ετσι μπορεί να «διαχωρίσει» τα αποτελέσματα της εργασίας του φυσικού επιστήμονα, ασκώντας κριτική στις λαθεμένες θεωρίες ιδεαλιστικής, σχετικιστικής επεξήγησης που αυτός μπορεί να υιοθετεί. Ο θετικισμός αντίθετα ισχυρίζεται ότι αναγνωρίζει ως αφετηριακό δεδομένο ανάλυσης του δικού του φιλοσοφικού έργου μόνο τα λεγόμενα και τις κρίσεις των φυσικών ερευνητών.

Οι ιδεαλιστές μάλιστα, επικεντρώνουν την προσοχή τους σε εκείνες τις δηλώσεις και σε εκείνα τα σημεία που μπορούν να χρησιμοποιήσουν επωφελώς για να επιβεβαιώσουν τις ιδεαλιστικές ανασκευές της πραγματικής διαδικασίας της γνώσης της φύσης. Αποτέλεσμα είναι ότι οι ισχυρισμοί μιας ανακριβούς περιγραφής πραγματικών γεγονότων από το στόμα ενός ερευνητή, παρουσιάζονται σαν ακριβής έκφραση της ουσίας του, σαν πόρισμα των φυσικών επιστημών.

Οχι τυχαία αλλά μεθοδικά οι θετικιστές νουθετούν τους επιστήμονες με συγκεχυμένες αντιλήψεις και για την ύλη και για τη συνείδηση, ενώ τους απλούς, σαφείς, καλομελετημένους ορισμούς των θεμελιακών εννοιών της υλιστικής φιλοσοφίας προσπαθούν να τους δυσφημίσουν, χαρακτηρίζοντάς τους ως πρωτόγονους, απλοϊκούς, μη ευρηματικούς, απαρχαιωμένους. Ετσι οι θετικιστές του 20ού αιώνα κατόρθωσαν να σημειώσουν αρκετές επιτυχίες, αφού όλη η κατάσταση και οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, μέσα στις οποίες ζουν και εργάζονται προς το παρόν οι περισσότεροι φυσικοί ερευνητές, «τους απωθεί από το Μαρξ και τον Ενγκελς, και τους ρίχνει στην αγκαλιά της αγοραίας επίσημης φιλοσοφίας» και κατά συνέπεια «οι εξέχοντες θεωρητικοί δείχνουν και μια τέλεια άγνοια της διαλεκτικής»6.

Τα λόγια αυτά του Λένιν είναι απολύτως επίκαιρα και σήμερα. Στις μέρες μας η πίεση της αστικής ιδεολογίας στη σκέψη των φυσικών επιστημόνων έγινε ακόμα πιο επίμονη, εκλεπτυσμένη και με μεθοδολογία ιδεολογικής, διανοητικής αστυνόμευσης.

Ο σύγχρονος θετικισμός ανύψωσε την επινόηση όλο και νέων τεχνητών όρων σε μια τέτοια τεχνική, που ο εμπειριοκριτικισμός - μαχισμός του Μπογκντάνοφ το 1908 να φαίνεται πραγματικά σαν ερασιτεχνισμός.

Ο Λένιν είδε στην επινόηση τεχνητών όρων τη δημιουργία μιας ειδικής φρασεολογίας, με την οποία θα μπορούσε να εκφράζεται άνετα και εύκολα το καταφανές ιδεαλιστικό ψέμα με μια τέτοια λεκτική επένδυση, που θα είναι δυσδιάκριτο στην αναγνώρισή του, άμεσα.

Η ειδική αυτή φρασεολογία δημιουργήθηκε και τελειοποιήθηκε βαθμιαία με έναν πολύ απλό τρόπο: Με την επιμελημένη απομίμηση των ειδικών γλωσσών της μιας ή της άλλης φυσικής επιστήμης, πότε της φυσικής, πότε των μαθηματικών, πότε της βιολογίας, με την απομίμηση των εξωτερικών ιδιομορφιών της γλώσσας των επιστημόνων και συχνά με τη χρησιμοποίηση όχι μόνο απλά μεμονωμένων όρων από αυτές τις γλώσσες, αλλά και ολόκληρων λεκτικών συμπλεγμάτων, στα οποία έδιναν βαθμιαία διαφορετικό νόημα.

Οι γνωσιολογικές κατασκευές των θετικιστών δίνουν την εντύπωση ότι είναι κατανοητές στον επιστήμονα, αφού το βασικό υλικό σε αυτή την περίπτωση είναι οι υπάρχουσες αντιλήψεις των φυσικών επιστημόνων, οι εκφράσεις στις οποίες ήταν συνηθισμένος.

Ακριβώς με αυτόν τον τρόπο εμφανίστηκε η θλιβερά γνωστή έκφραση «η ύλη εξαφανίστηκε».

Ο πρώτος που πρόφερε αυτή τη φράση δεν ήταν φιλόσοφος, αλλά φυσικός. Γιατί; Με ποια λογική; Πολύ απλά. Η αντίληψη για την έννοια «ύλη», περιορίστηκε στην έννοια της μάζας, μιας δηλαδή ιδιότητας της ύλης. Ο φυσικός, κάνοντας ένα βήμα εμπρός, διαπιστώνοντας μεταβολές σ’ αυτή την ιδιότητα, εγκατέλειψε τις υπάρχουσες αντιλήψεις προς όφελος των νέων και σε αυτή τη γλώσσα που του έμαθε η λεγόμενη «φιλοσοφία των φυσικών επιστημών» (θετικισμός), οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η ύλη εξαφανίζεται. Αν όμως στα χείλη του φυσικού επιστήμονα η φράση αυτή είναι πραγματικό γεγονός, δηλαδή του υπαρκτού βήματος προς τα εμπρός στην πορεία της γνώσης της φυσικής πραγματικότητας, στα χείλη του ιδεαλιστή φιλοσόφου η διαπίστωση αυτή αποκτά μια εντελώς αντίθετη έννοια. Μετατράπηκε από ανακριβής έκφραση του υπαρκτού γεγονότος σε ακριβή έκφραση της ανύπαρκτης και επινοημένης από τους ιδεαλιστές κατάστασης πραγμάτων.

Σε αυτή και σε κάθε παρόμοια περίπτωση το καθήκον των διαλεκτικών υλιστών συνίσταται στο να βγάζει τα αντικειμενικά φιλοσοφικά συμπεράσματα, γενικεύοντας στη βάση των πορισμάτων των διάφορων επιμέρους επιστημόνων, οπλίζοντάς τους με το αναγκαίο φιλοσοφικό υπόβαθρο. Να καταστήσουν αυτό το γεγονός καθαρό από φιλοσοφική άποψη στον ίδιο το φυσικό επιστήμονα, να τον βοηθήσουν να αποκτήσει επίγνωση γι’ αυτό το γεγονός σωστά.

Εντελώς διαφορετική είναι η στάση του Λένιν απέναντι σε εκείνον τον ειδικό-φιλόσοφο, ο οποίος συνειδητά καπηλεύεται την ευπιστία και την αφροντισιά του επιστήμονα που δεν έχει συγκροτημένες φιλοσοφικές απόψεις, την άγνοιά του ακόμη στον τομέα της γνωσιολογίας. Σε αυτήν ακριβώς την περίπτωση και το ύφος της συζήτησης είναι διαφορετικό.

Πολύ διδακτική και πολύτιμη είναι για εμάς σήμερα, η ικανότητα του Λένιν να θέτει σαφή όρια ανάμεσα στις λαθεμένες από φιλοσοφική άποψη εκτιμήσεις, που τις συναντάμε συχνά στους μεγάλους φυσικούς επιστήμονες, και τον τρόπο που χρησιμοποιούν τις εκτιμήσεις αυτές στα έργα τους οι θετικιστές.

Αν οι φυσικοί επιστήμονες δε διατύπωναν τέτοιες εκτιμήσεις με φιλοσοφική αμεριμνησία, θα ήταν πολύ δύσκολο στους ιδεαλιστές να παραπέμπουν και να επικαλούνται την επιστήμη. Οσο όμως κάτι τέτοιο δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο, ο ιδεαλισμός έχει τα τυπικά λεκτικά ερείσματα να υποδύεται τη φιλοσοφία των σύγχρονων φυσικών επιστημών, να μασκαρεύεται ως η φιλοσοφία της σύγχρονης εποχής.

 

ΥΛΙΣΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΣ

Γράφει ο Λένιν: «Οι ιδεαλιστές φιλόσοφοι πιάνονται από το παραμικρότερο λάθος, την παραμικρή ασάφεια στην έκφραση των διάσημων φυσιοδιφών, για να δικαιολογήσουν την ανακαινισμένη υπεράσπιση από μέρους τους του φιντεϊσμού»7.

Ο Λένιν προσανατολίζεται να αναζητεί τον ορθολογικό πυρήνα, ακόμα και σε τέτοιες φράσεις των φυσικών επιστημόνων, όπως «η ύλη εξαφανίστηκε», δηλαδή να ανακαλύπτει τα υπαρκτά γεγονότα που υπάρχουν πίσω από αυτές, δεν συγχωρεί όμως τέτοιες εκτιμήσεις, όταν επαναλαμβάνονται από φιλοσοφική σκοπιά. Σε αυτή την περίπτωση δεν αναζητεί κανένα ορθολογικό πυρήνα, έστω και μικροσκοπικό. Αλλα πράγματα απαιτούσε από το Μαχ σαν φιλόσοφο και άλλα από το Μαχ σαν φυσικό επιστήμονα. Γι’ αυτό ακριβώς ο Λένιν δεν αναφέρει ούτε μια λέξη για τα πλεονεκτήματα και τις ελλείψεις των απόψεων του Μαχ πάνω στη φυσική. Αυτές θα τις κρίνουν η Φυσική και οι φυσικοί. Ομως τις φιλοσοφικές απόψεις του Μαχ και των θετικιστών υποστηρικτών του, τις αντιμετωπίζει με την πλέον αυστηρή εκτίμηση στη βάση των κριτηρίων της υλιστικής διαλεκτικής.

Δηλαδή ο θετικισμός, συνδέοντας μοιραία όλες τις φιλοσοφικές έννοιες με την επικρατούσα (και επομένως παροδική) κατάσταση της επιστημονικής γνώσης, μετατρέπει τις έννοιες αυτές σε εμπόδια, τα οποία έπρεπε αναγκαστικά να διώξει από το δρόμο της η ανάπτυξης της επιστήμης.

Αυτού του είδους η στάση προς τις φιλοσοφικές έννοιες συνδέεται οργανικά με τη θετικιστική αντίληψη για την ίδια τη φιλοσοφία, για το αντικείμενό της, το ρόλο και τις λειτουργίες της στον τομέα της επιστημονικής γνώσης. Με βάση αυτές τις αντιλήψεις η «σύγχρονη» φιλοσοφία (αστική) -σε αντίθεση με την προηγούμενη, τη «μεταφυσική»- δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μία εκ των υστέρων πραγματοποιούμενη γενικευμένη άθροιση των όσων έχουν πετύχει με προσπάθεια οι άλλες επιστήμες, ένα σύνολο συναθροισμένων αποτελεσμάτων. Δεν είναι παρά η εκφρασμένη με αφηρημένο τρόπο επικρατούσα κατάσταση των επιστημονικών γνώσεων και τίποτα περισσότερο, είναι η «γενική θεωρία του Είναι».

Αυτή η θετικιστική αντίληψη για το ρόλο της φιλοσοφίας την καταδικάζει φυσικά σε ένα απλό άθροισμα των αποτελεσμάτων που πέτυχαν οι φυσικές επιστήμες.

Ο Λένιν θεωρούσε ότι είναι πολύ βασικό και αναγκαίο να διαφωτίζει τον αναγνώστη, σχετικά με τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα της φυσικής και της χημείας για τη δομή της ύλης. Να του προτείνει μια γενικευμένη περίληψη για τις τελευταίες επιστημονικές γνώσεις, για όλα τα σύγχρονα επιτεύγματα των φυσικών επιστημών και της τεχνικής.

Ομως ο Λένιν δε θεωρούσε ούτε και ονόμαζε αυτή την ενασχόληση φιλοσοφία. Κάτι περισσότερο, αγανακτούσε όταν αυτή η ενασχόληση προτείνονταν στη θέση της φιλοσοφίας του μαρξισμού και μάλιστα σαν «νεότερη» φιλοσοφία.

Ο Λένιν θέτει κατηγορηματικά και με πλήρη σαφήνεια το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στη «μορφή» του υλισμού και την ουσία του, για το ανεπίτρεπτο της ταύτισης του πρώτου με το δεύτερο.

Τη μορφή του υλισμού συνθέτουν εκείνες οι συγκεκριμένες επιστημονικές αντιλήψεις για τη δομή της ύλης (για το φυσικό κόσμο, για τα άτομα, τα ηλεκτρόνια, τα υποσωματίδια) και εκείνες οι φυσικο-φιλοσοφικές γενικεύσεις αυτών των αντιλήψεων, που αναπόφευκτα καταλήγουν να είναι ιστορικά περιορισμένες και ευμετάβλητες και να αναθεωρούνται από τις ίδιες τις φυσικές επιστήμες.

Την ουσία όμως του υλισμού αποτελεί η αναγνώριση της αντικειμενικής πραγματικότητας, που υπάρχει ανεξάρτητα από την ανθρώπινη γνώση και απεικονίζεται από αυτή.

Ο Λένιν αντικρίζει τη δύναμη του διαλεκτικού υλισμού, την ανάπτυξή του, στο ότι τα φιλοσοφικά πορίσματα που προκύπτουν από τις τελευταίες ανακαλύψεις των φυσικών επιστημών, δε συνιστούν αναθεώρηση της ουσίας του, αλλά εμβάθυνση της κατανόησής μας για τη σχέση της γνώσης με το φυσικό κόσμο.

Η διαλεκτική κατανόηση για την αμοιβαία σχέση μορφής και ουσίας του υλισμού, οντολογίας και γνωσιολογίας αποτελεί την ψυχή του διαλεκτικού υλισμού.

Γράφει συμπερασματικά ο Λένιν: «Συνεπώς μια αναθεώρηση της “μορφής” του υλισμού του Ενγκελς, μια αναθεώρηση των φυσικοφιλοσοφικών του θέσεων, όχι μόνο δεν κλείνει μέσα της τίποτε το “αναθεωρητικό” με την καθιερωμένη έννοια της λέξης, μα, αντίθετα επιβάλλεται επιτακτικά από το μαρξισμό. Εμείς δεν κακίζουμε καθόλου τους μαχιστές για μια τέτοια αναθεώρηση, αλλά για την καθαρά αναθεωρητική μέθοδό τους, που συνίσταται στο ν’ αλλάζουν την ουσία του υλισμού με το πρόσχημα της κριτικής της μορφής του».

Ετσι ο Λένιν καυτηριάζει αμείλικτα την αντίληψη των Μπογκντάνοφ - Σουβόροφ για τη φιλοσοφία, αντιπαραθέτει σε αυτή με συνέπεια σε όλη τη γραμμή τη φιλοσοφική αντίληψη των Μαρξ - Ενγκελς, αναπτύσσοντάς την παραπέρα.

Η φιλοσοφία, στο σύστημα της μαρξιστικής (διαλεκτικο-υλιστικής) κοσμοθεωρίας, σε καμιά περίπτωση δεν υπάρχει και δεν αναπτύσσεται με στόχο την κατασκευή καθολικών - κοσμικών συστημάτων αφαιρέσεων, μέσα στα οποία χάνονται οι ποικίλες διαφορές και αντιθέσεις. Ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Υπάρχει και αναπτύσσεται με στόχο την επιστημονική, πραγματικά συγκεκριμένη έρευνα των προβλημάτων της ζωής και της επιστήμης, την ουσιαστική αύξηση των γνώσεών μας για την ιστορία και τη φύση.

Η φιλοσοφία των Μαρξ - Ενγκελς υπηρετεί ακριβώς τη συγκεκριμένη γνώση της φύσης και της ιστορίας.

Το γενικό και το συγκεκριμένο στη μαρξιστική αντίληψη δεν αποκλείουν αλλά προϋποθέτουν το ένα το άλλο.

Ο υλισμός της μαρξιστικής φιλοσοφίας συνίσταται στο ότι η ίδια προσανατολίζει την επιστημονική σκέψη προς μία όλο και πιο ακριβή κατανόηση των φαινομένων της φύσης και της ιστορίας, με ολόκληρο τον αντικειμενικό και συγκεκριμένο χαρακτήρα τους. Προσανατολίζει στην αξιολόγηση με όλες τις αντιθέσεις τους (δηλαδή με όλα τα διαλεκτικά τους γνωρίσματα), με όλη τους την ανεξαρτησία από τη βούληση και τη συνείδηση των ανθρώπων, την ιδιαίτερη κατασκευή του σώματός τους, του εγκεφάλου τους, των αισθητηρίων οργάνων τους, της γλώσσας τους και όλων των άλλων των υποκειμενικών ιδιομορφιών.

Η «φιλοσοφία» στην αντίληψη των μαχιστών, των θετικιστών, των εμπειριοκριτικιστών δίνει στην επιστημονική σκέψη ακριβώς τον αντίθετο προσανατολισμό. Προσανατολίζει τη σκέψη του ανθρώπου στη σύνθεση «ακραίων αφαιρέσεων», στους ουδέτερους κόλπους των οποίων χάνονται όλες οι διαφορές, όλες οι αντιθέσεις και αντιφάσεις των πραγμάτων και των φαινομένων. Αυτό είναι άμεση συνέπεια του ιδεαλισμού και των γνωσιολογικών του αξιωμάτων. Πράγματι όλα αυτά τα «στοιχεία του κόσμου», τα «λογικά πλαίσια», τα «αφηρημένα αντικείμενα», «ο Θεός», το «απόλυτο πνεύμα», τα «συστήματα γενικά» είναι απλώς διάφορα ψευδώνυμα που κρύβουν το ίδιο πράγμα: τη μυστικοποιημένη με ιδεαλιστικό τρόπο συνείδηση του ανθρώπου.

Ο κύριος πυρήνας της στρατηγικής των μαχιστών και όλων των παραλλαγών του σύγχρονου θετικισμού στην επίθεσή τους κατά της μαρξιστικής φιλοσοφίας είναι η προσπάθεια να τεμαχίσουν τη ζωντανή ενότητα της υλιστικής διαλεκτικής, σαν θεωρία της ανάπτυξης της ύλης και σαν θεωρία της γνώσης και της λογικής. Να αποσυνδέσουν αρχικά την «οντολογία» από τη «γνωσιολογία» και στη συνέχεια να τις αντιπαραθέσουν τη μία στην άλλη, κτυπώντας την ουσία της διαλεκτικής ως φιλοσοφικής επιστήμης.

Το επόμενο βήμα είναι να ταυτίσουν την υλιστική κοσμοαντίληψη με οποιαδήποτε συγκεκριμένη και ιστορικά περιορισμένη επιστημονική εικόνα του κόσμου, με το φυσικό κόσμο. Στη συνέχεια να αποδώσουν σε ολόκληρο τον υλισμό τα λάθη, τις ανεπάρκειες και τα ελαττώματα αυτής της «οντολογίας». Το ίδιο ακόμα να ταυτίσουν τη γνωσιολογία του υλισμού με κάποια τελευταία θεωρία για το ψυχικό κόσμο.

Η ταύτιση της φιλοσοφίας με τη γενικευμένη άθροιση επιστημονικών δεδομένων επιτρέπει τον ισχυρισμό ότι δήθεν οι φυσικές επιστήμες γεννούν από μόνες τους τον ιδεαλισμό. Το να εξαφανίζεις αυτό που διακρίνει τη φιλοσοφία, το δικό της σύστημα εννοιών και το δικό της τρόπο προσέγγισης των φαινομένων, σημαίνει ότι αποδίδεις τον ιδεαλισμό στην ανάπτυξη των φυσικών επιστημών. Ο Λένιν τα ξεσκεπάζει όλα αυτά και αναδεικνύει συγκεκριμένα σε τι συνίσταται το θεμελιακό υλιστικό πνεύμα των σύγχρονων φυσικών επιστημών που γεννά το διαλεκτικό υλισμό.

Σύμφωνα με το Λένιν δεν μπορούν να είναι αντικείμενο φιλοσοφικής γενίκευσης και συνεπώς δεν μπορούν να ενταχθούν στο σύστημα της φιλοσοφικής γνώσης τα τελευταία αποτελέσματα των φυσικών επιστημών από μόνα τους ή τα «θετικά» δεδομένα.

Αλλά αντικείμενο της φιλοσοφικής γενίκευσης είναι ακριβώς η ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης, η διαλεκτική διαδικασία της όλο και βαθύτερης, ολόπλευρης και συγκεκριμένης κατανόησης της ανάπτυξης του υλικού κόσμου. Η υλιστική γνωσιοθεωρία αποκαλύπτει τη διαλεκτική της αντικειμενικής, σχετικής και απόλυτης αλήθειας.

Η πραγματικά επιστημονική φιλοσοφική γενίκευση πρέπει να συνίσταται στη διαλεκτική επεξεργασία ολόκληρης της ιστορίας ανάπτυξης της γνώσης και της πρακτικής δράσης, στη μελέτη των επιστημονικών επιτευγμάτων μέσα στα πλαίσια όλης της ιστορικής ανάπτυξης.

Ετσι αντικρίζει ο Λένιν την αμοιβαία σχέση φιλοσοφίας και επιστήμης.

Αντίθετα ο στόχος όλων των παραλλαγών του θετικισμού συνίσταται στο να αντιπαραθέσει τη γνωσιολογία ως «αυστηρή και ακριβή» επιστήμη στην υλιστική διαλεκτική ως φιλοσοφική επιστήμη και να ασκήσει κριτική στη διαλεκτική μέσα από το πρίσμα μιας τέτοιας «γνωσιολογίας». Βέβαια στην ουσία δεν πρόκειται για καμιά θεωρία της γνώσης, αλλά και πάλι για ένα άθροισμα των «τελευταίων δεδομένων» των ερευνών στην ψυχολογία, την ψυχοφυσιολογία, τη φυσιολογία των αισθητηρίων οργάνων. Η μελέτη και η χρησιμοποίηση αυτών των δεδομένων ξεκομμένων από την οντολογία, από τους γενικούς νόμους ανάπτυξης της φύσης και της κοινωνίας τους οδηγεί στην αντιπαράθεση της γνωσιολογίας με τη διαλεκτική.

 

ΣΥΝΟΨΙΣΗ

Στο βιβλίο «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός» ο Λένιν αναδεικνύει με σαφήνεια ότι είναι ασυμβίβαστη η γνωσιολογία των μαχιστών - εμπειριοκριτικιστών με την επιστημονική γνωσιοθεωρία, τη θεωρία μελέτης του πραγματικού κόσμου από τον πραγματικό άνθρωπο και όχι από κάποιο επινοημένο γνωσιολογικό υποκείμενο. Είναι ασυμβίβαστη με την πραγματική λογική ανάπτυξης της επιστήμης.

Ο Λένιν αντιλήφθηκε και εκτίμησε ολοκληρωμένα όλη την τεράστια κοσμοθεωρητική σημασία της διαλεκτικής ως θεωρίας της γνώσης και της λογικής. Σημασία που δεν κατάλαβαν και δεν εκτίμησαν τότε -στις αρχές του 20ού αιώνα- ούτε άλλοι μαρξιστές της εποχής, όπως ο Κ. Κάουτσκι και ο Γ. Πλεχάνοφ.

Αρκετοί είναι οι μαρξιστές επιστήμονες που λόγω ασυνέπειας όσον αφορά το διαλεκτικό υλισμό, κατρακύλησαν στο θετικισμό, είτε όσον αφορά τις φυσικές επιστήμες είτε τις λεγόμενες κοινωνικές.

Η υλιστική διαλεκτική είτε κατανοείται και αναπτύσσεται ως μέθοδος και γνωσιοθεωρία του υλικού κόσμου από τον άνθρωπο, ως θεωρία της αντανάκλασης αυτού του κόσμου στην ιστορικά εξελισσόμενη συνείδηση της ανθρωπότητας είτε μετατρέπεται αναπόφευκτα η ίδια σε άθροισμα παραδειγμάτων που τα δανείζονται από τους πιο διαφορετικούς τομείς της γνώσης και που απλά επεξηγούν τους έτοιμους εκ των προτέρων γνωστούς γενικούς τύπους της διαλεκτικής γενικά.

Η διαδικασία αυτή δεν έχει κανένα όφελος ούτε για τη φιλοσοφία ούτε για τις φυσικές επιστήμες. Αντίθετα προξενεί κακό, αφού δημιουργεί και θρέφει την αυταπάτη για το ότι δήθεν η φιλοσοφία δεν είναι επιστήμη, αλλά όλο και όλο ένα αφηρημένο πλαίσιο με έτοιμα συγκεκριμένα δεδομένα των φυσικών επιστημών, που μεταφέρονται και επαναλαμβάνονται στην αφηρημένη φιλοσοφική γλώσσα.

Ετσι όμως διαστρεβλώνεται στην ουσία της και η ίδια η υλιστική διαλεκτική με θετικιστικό τρόπο. Αλλά μια τέτοια διαλεκτική δε χρειάζεται στο φυσικό επιστήμονα και μετατρέπεται για τον ίδιο σε κενή λογοκοπία, σε αφηρημένο αποκύημα της φαντασίας, σε τέχνη να εντάσσει οτιδήποτε σε αφηρημένα γενικά σχήματα. Αυτό δυσφημεί τη διαλεκτική στο φυσικό επιστήμονα, τον μαθαίνει να τη βλέπει αφ’ υψηλού, περιφρονητικά και έτσι υπονομεύεται η λενινιστική αντίληψη για τη συμμαχία της διαλεκτικής υλιστικής φιλοσοφίας με τις φυσικές επιστήμες.

Αυτή η συμμαχία σύμφωνα με το Λένιν μπορεί να είναι σταθερή και εθελοντική μόνο με την προϋπόθεση ότι είναι αμοιβαία γόνιμη και αλληλοαποκλείει κάθε προσπάθεια υπαγόρευσης και επιβολής έτοιμων συμπερασμάτων, τόσο από την πλευρά της φιλοσοφίας, όσο και από την πλευρά των φυσικών επιστημών.

Η συμμαχία αυτή στον τομέα της γνώσης του κόσμου είναι δυνατή μόνο στη βάση της λενινιστικής αντίληψης για τη φιλοσοφία. Ο θετικισμός αντίθετα ωθεί και την ίδια τη φιλοσοφία και τις φυσικές επιστήμες ακριβώς στην υπαγόρευση, στην αμοιβαία αναρμόδια διδαχή και στις κατηγορηματικές καταδίκες. Οταν η φιλοσοφία εννοείται σαν ένα σύστημα απόλυτα γενικών αληθειών, τότε η ίδια έχει όχι μόνο το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση να επιδοκιμάζει εκείνες τις θεωρίες των φυσικών επιστημών που τυπικά (δηλαδή σύμφωνα με τη λεκτική τους μορφή) εναρμονίζονται καλύτερα από άλλες με τους δογματικά καθορισμένους τύπους της. Από την άλλη πλευρά πρέπει να κατακεραυνώνει και να απαγορεύει εκείνες τις θεωρίες που δεν εναρμονίζονται με το γράμμα της, ακόμα και αν οι πρώτες έχουν βασιστεί σε επινοημένα γεγονότα, ενώ οι δεύτερες σε υπαρκτά γεγονότα που έχουν σωστά επικυρωθεί πειραματικά, αλλά έχουν εκφραστεί λαθεμένα από φιλοσοφική άποψη.

Η θεωρία της γνώσης στην αντίληψη των Μαρξ - Ενγκελς - Λένιν δεν είναι σε καμιά περίπτωση η «γνωσιολογία» των διάφορων παραλλαγών του θετικισμού, αλλά μια εντελώς διαφορετική επιστήμη, διαφορετική ως προς το αντικείμενό της.

Πραγματικό αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας είναι ολόκληρο το διαλεκτικά αναπτυσσόμενο προτσές της αντικειμενικής γνώσης του υλικού κόσμου (του κόσμου των φυσικών και κοινωνικο-ιστορικών φαινομένων). Γνώσης που πραγματοποιείται από τον κοινωνικό άνθρωπο, το προτσές της αντανάκλασης αυτού του κόσμου στη συνείδηση του ανθρώπου και της ανθρωπότητας.

Το προτσές, αποτέλεσμα και στόχος του οποίου είναι η αντικειμενική αλήθεια. Το προτσές που πραγματοποιείται από δισεκατομμύρια ανθρώπους, εκατοντάδων γενεών που διαδέχονται η μία την άλλη. Το προτσές που σε κάθε του βήμα επαληθεύεται από την πράξη, το πείραμα, τα γεγονότα, που υλοποιείται στα αποτελέσματα του συνόλου των ξεχωριστών επιστημών. Το προτσές που ενσαρκώνεται υλικά, όχι μόνο και όχι τόσο στους νευροφυσιολογικούς μηχανισμούς του εγκεφάλου, αλλά και με τη μορφή της τεχνολογίας, της βιομηχανίας, με τη μορφή των πραγματικών κοινωνικοπολιτικών κατακτήσεων που επιτυγχάνουν και διαμορφώνουν οι επαναστατικές δυνάμεις της εργατικής τάξης με την καθοδήγηση της πρωτοπορίας της, που είναι το Κόμμα.

Για τους παραπάνω λόγους ακριβώς και σήμερα ο «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός» εξακολουθεί να είναι ένα πολύ επίκαιρο έργο του μαρξισμού στον τομέα της φιλοσοφίας, στην πρώτη γραμμή της μάχης για την υλιστική διαλεκτική, για τη γνωσιοθεωρία και τη μέθοδο του μαχόμενου υλισμού.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

* Ο Νίκος Παπακωνσταντίνου είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ.

1. Β. Ι. Λένιν: «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός», «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 18, σελ. 134.

2. Β. Ι. Λένιν: «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός», «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 18, σελ. 301.

3. Β. Ι. Λένιν: «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός», «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 18, σελ. 370.

4. Β. Ι. Λένιν: «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός», «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 18, σελ. 104.

5. Β. Ι. Λένιν: «Φιλοσοφικά τετράδια», «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 29, σελ. 88.

6. Β. Ι. Λένιν: «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός», «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 18, σελ. 283, 285.

7. Β. Ι. Λένιν: «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός», «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 18, σελ. 305

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...