24 Ιαν 2012

Η χώρα των ζωντανών νεκρών


Έπαιζα παλιότερα ένα βιντεοπαιχνίδι με ζόμπι, όπου 4 στρατιώτες κλεισμένοι σε ένα μισοερειπωμένο σπίτι προσπαθούσαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους από τα αλλεπάλληλα κύματα επιθέσεων των νεκροζωντανων. Προκειμένου να αμυνθούν οι πολεμιστές, κάρφωναν με τάβλες τα παράθυρα, αμπάρωναν τις πόρτες, πυροβολούσαν, χτύπαγαν, έτρεχαν, κρύβονταν κλπ. Σταδιακά οι επιθέσεις όμως  γινόταν όλο και πιο πολυάριθμές, οι απέθαντοι όλο και πιο γρήγοροι και πιο ανθεκτικοί, ενώ δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τελειώσει το παιχνίδι εκτός από το να μην αντέξουν οι παίχτες και να τους μακελέψουν τα ζόμπι.

Αναρωτιέστε που το πάω ε;



Λοιπόν αυτές τις μέρες επισκέφθηκα ξανά την Αθήνα για κάτι δουλειές, ε λοιπόν η πόλη μου έδωσε πραγματικά την εντύπωση ότι ζούσα μέσα  στο εν λόγω παιχνίδι. Ένα μισοκατεστραμένο ερείπιο, γεμάτο ανθρώπους που πασχίζουν εναγωνίως να μείνουν στην ζωή, ενώ πολιορκούνται από ορδές ζητιάνων, άστεγων, μισότρελων, τοξικομανών οι οποίοι  μοιάζει να θέλουν να τους εντάξουν στις λεγεώνες τους, και η μάχη δείχνει να χάνεται.

Ας αναφερθώ όμως σε καναδυο περιστατικά…

Είχα καθήσει το πρωί στον Πειραιά για καφέ, στον σταθμό του ηλεκτρικού, και από την τζαμαρία της καφετέριας χάζευα έναν κάδο απορριμμάτων. Ε, κάθε 20-30 λεπτά, κάποιος ρακένδυτος πλησίαζε τον κάδο και έψαχνε μέσα μήπως και βρει κάτι να φάει, κάτι να φορέσει, κάτι να ανταλλάξει. Το ίδιο σκηνικό παντού, άστεγοι, πεινασμένοι, χαμένοι, να ανοίγουν με λαχτάρα τους κάδους λες και είναι σεντούκια θησαυρού και να ψάχνουν μέσα μήπως και βρούνε τα «ναύλα» για να την βγάλουν ακόμα ένα 24ωρο.

Κατά την επιστροφή μου με τον ηλεκτρικό στον Πειραιά για να φύγω, έκατσε απέναντι μου ένας νεαρός με γρατζουνιές στο πρόσωπο, που κρατούσε ένα τεράστιο σακίδιο ίσα με το μπόι του. Υποθέτω πως μέσα εκεί είχε όλα τα υπάρχοντα του σαν ανθρώπινη χελώνα, καμιά κουβέρτα, τίποτα δεύτερα ρούχα, ίσως και τίποτα σκεύη, ποιος ξέρει. Το βλέμμα του χαμένο στο υπερπέραν, οι κινήσεις του νωχελικές, έμοιαζε με τοξικομανή. Κάποια στιγμή έβγαλε από την τσάντα του μισό κουλούρι και άρχισε να το μασουλάει αργά, κάθε τόσο τον έπαιρνε ο ύπνος και το κουλούρι του έπεφτε κάτω, ξυπνούσε, το μάζευε, και συνέχιζε να το τρώει.

Δίπλα του καθόταν ένας παππούς, μου έκανε εντύπωση ότι είχε γαλάζια μάτια, το βλέμμα του ήταν διαυγές, ή έκφραση του όμως μαρτυρούσε απογοήτευση και παραίτηση. Μετά από λίγο ο νεαρός του ζήτησε τσιγάρο, αυτός του είπε ότι τα είχε ξεχάσει σπίτι και μουρμούρισε πώς το τσιγάρο του έχει καταστρέψει ανεπανόρθωτα την υγεία. Συνεχίσανε για λίγο την κουβέντα τους, την οποία άκουγα με ενδιαφέρον και κάποια στιγμή ο παππούς είπε στον νεαρό τα παρακάτω περίπου λόγια.

«Εμένα πλέον δεν με νοιάζει τίποτα, έζησα τόσα χρόνια και τώρα βλέπω έτσι όπως έχουν γίνει τα πράγματα τώρα που τελειώνει η ζωή μου και δεν ελπίζω πια…»

Όλα έδειχναν πως ήταν ένας άνθρωπος που είχε χάσει το νόημα της ζωής, που συνετρίβησαν τα πιστεύω του, που πήγαν χαμένοι οι κόποι του, και που τώρα είναι πια πολύ αργά για δεύτερες ευκαιρίες, τώρα πια που δεν μπορεί να βρει απάγκιο ούτε στην σύνταξη του, που θα του έχει περικοπέι, όπως και όλων των υπολοίπων.

Στην πρωτεύουσα πλέον δεν μπορεί να κάνει κανείς τα στραβά μάτια, τα προβλήματα έχουν οξυνθεί, κάθε ένα ενάμισι μήνα που ανεβαίνω θυμίζει όλο και περισσότερο τις ιστορίες που άκουγα για την κατοχή, τις φωτογραφίες των σκελετωμένων παιδιών με τα γερασμένα πρόσωπα.

Κι όμως, υπάρχει μια σημαντική διαφορά με τα χρόνια της κατοχής…

Στην κατοχή υπήρχε αντίσταση απέναντι στον δυνάστη, ένοπλη, άοπλη, κάθε είδους, σήμερα τι υπάρχει;

Ρακένδυτα σώματα ανάμεσα σε εμάς και τον δυνάστη, και μια μηχανή ολάκερος ο κόσμος που παράγει συντονισμένα εκατομμύρια μισοπεθαμένου καθημερινά. Τρέχεις κιολο τρέχεις πάνω κάτω στους κυλιόμενους διαδρόμους της και τελικά μένεις πετσί και κόκκαλο, μέχρι να μην αντέξεις άλλο και να σε φτύσει και εσένα σαν κάποιο ερείπιο σε κάποιο σοκάκι.

Τρέχουμε για να γλιτώσουμε την ζομποποίηση, δεν στρεφόμαστε ενάντια στην μηχανή που την παράγει, δεν το σκεφτόμαστε καν, από φόβο να μη μας μακελέψει στα γρανάζια της. Εκείνη μοιάζει απρόσβλητη, ανίκητη, παντοδύναμη, στριγκλίζει τρομαχτικούς μεταλλικούς θορύβους από τα σπλάχνα της που μας ανατριχιάζουν.

Υποτασσόμαστε, γινόμαστε κι εμείς γρανάζια της, το βλέμμα μας θολώνει, ο νους μας έχει παραδοθεί, κινούμαστε σαν μαριονέτες, έχουμε ήδη γίνει ένα με τον στόλο τον νεκροζωντανών από τον οποίο προσπαθούμε να ξεφύγουμε. Η πόλη καταρρέει στα κεφάλια μας, τα στενά της γεμίζουν ανθρωποειδή πλάσματα, απανθρωπισμένα πια. Τρέχουμε να κρυφτούμε σαν τις κατσαρίδες, να γλιτώσουμε το τομάρι μας, άντε και των παιδιών μας, έτσι μας έχουν μάθει, νομίζουμε ότι θα είμαστε ασφαλείς στις φωλιές μας. Οι κάμαρες γίνονται κελιά, εμείς σαν τους τρωγλοδύτες, αμπαρώνουμε τις πόρτες στην προσπάθεια μας να βρούμε άσυλο, όμως πριν προλάβουμε να το πάρουμε χαμπάρι ανακαλύπτουμε ότι έχουμε κλειδωθεί απέξω.

Όχι δεν τα βάζουμε με τον δυνάστη, τα βάζουμε με τους ίδιους μας τους εαυτούς νομίζοντας ότι έτσι τους προστατεύουμε, μα κάνουμε λάθος.  Γίνομαι εγώ ο καθρέφτης του δικού σου κακού εαυτού και εσύ του δικού μου, και επειδή δεν βρίσκουμε κάτι καλύτερο να πούμε λέμε ότι μας έρθει στο κεφάλι μήπως και ξορκίσουμε από μέσα μας τα κακά πνεύματα που μας έχουν κυριεύσει.

Το έδαφος από κάτω μοιάζει να μας ρουφά, είναι ο χρόνος που μας καταπίνει όπως την κινούμενη άμμο.  Δεν μας μένει πολύς καιρός να δράσουμε, όχι παραπάνω από στιγμές, ύστερα θα χαθεί ευκαιρία η δική μας και η ευκαιρία των παιδιών μας να απαλλαγούν από την κρεατομηχανή. Οι βαριοί μεταλλικοί της ήχοι και οι στριγκλιές των γραναζιών, οι κουρασμένες περιστροφές των αξόνων της, τα κούφια χτυπήματα των σφυριών της, οι γκρίζοι καπνοί, η μπόχα των εξατμίσεων, φανερώνουν έναν φυματικό οργανισμό, ετοιμοθάνατο, που όμως παρασέρνει στην μοίρα του, χωρίς δισταγμό τους πάντες και τα πάντα, κλέβοντας  χρόνο απ την δική τους ζωή για να παρατείνει τη δική του.

Μπήκα στο τρένο για τον Πειραιά, και ύστερα στο πλοίο για την Σούδα, όμως γνωρίζω και ελπίζω ότι δεν το έχω δει ακόμα το τελευταίο λιμάνι. Εμπιστεύομαι τους χάρτες μου, όμως δεν αρκούν ούτε οι χάρτες ούτε εγώ για να μην καταλήξει το σκαρί μας σε ξέρα. Χρειάζεται κι άλλοι να κάνουν κουπί, που έτσι και αλλιώς κάνουν, αλλά προς την σωστή κατεύθυνση αυτήν την φορά. Μα για να μας αφήσουν να πάμε εκεί που πρέπει χρειάζεται να προβούμε σε ανταρσία, να σηκώσουμε παντιέρα, να ρίξουμε στην θάλασσα εκείνον που βαράει με το μαστίγιο, να πετάξουμε στους καρχαρίες τους σκλαβέμπορους καπεταναίους, να σπάσουμε τις αλυσίδες μας και να μοιράσουμε τον φόρτο και την ευθύνη. Στην αντίθετη περίπτωση, αν μας επιτρέψουν να γεράσουμε και αν ως τότε έχουμε επίγνωση, θα φτάσουμε να επαναλαμβάνουμε τα λόγια του παππούλη στο τρένο  και θα νιώθουμε  για τον εαυτό μας ότι έχουμε ματαίως σπαταληθεί.

Λαγωνικάκης Φραγκίσκος(Poexania)

4 σχόλια:

  1. Πολύ καλή η ματιά σου Πόε.
    Εμείς που ζούμε στην Αθήνα τα έχουμε συνηθίσει τόσο όλα αυτά, που καταντάμε να εντυπωσιαζόμαστε που ...εντυπωσιάστηκες!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πες το ψεμματα.Σε πιανει καταθλιψη να βλεπεις αυτη την καταντια.Στο κεντρο ειδικα,η κατασταση εχει φτασει στο απροχωρητο.Και το χειροτερο ειναι οτι αυτο δεν σε παρακινει για δραση,γιατι ειναι τοσο εντονη εικονα,που ειτε σε κανει να παραιτεισαι,η απλως την απωθεις μεσα σου οτι μαζι με οποια αυθορμητη αντιδραση σου προκαλει,και μαθαινεις να το συνηθιζεις.

      Προλεκαλτ

      Διαγραφή
  2. Δεν ξερω αμα ειδες ενα ρεπορταζ απο αμερικα που δειχνει φωτογραφιες ανθρώπων που επειδη δεν εχουν χρηματα τους βαζουν σε μαζικους ταφους.

    Ετσι και αλλιως να μου πεις μας βαζουν σε μαζικους ταφους και πριν της ωρας μας...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Από τις εκθέσεις ειβεβαιώνεται πως εξαιτίας της κρίσης βγήκαν στο δρόμο άνθρωποι που ζούσαν εύπορα πριν το ξέσπασμά της, πως στους «νεοάστεγους» πια περιλαμβάνονται και ολόκληρες οικογένειες. Ο αριθμός -έστω και κατά προσέγγιση- όσων μένουν με χαρτόνια και κουβέρτες στο Ζάππειο, την Κουμουνδούρου, τη Σανταρόζα, το Γκάζι, στα παγκάκια, κάτω από γέφυρες, έξω από κλειστά καταστήματα, είναι αδιευκρίνιστος.

    Αρκετοί από όσους έχουν χάσει την στέγη τους και βρίσκουν προσωρινό καταφύγιο σε 52 σημεία της Αθήνας είναι οφειλέτες της εφορίας. Το πρόβλημα ανατροφοδοτείται ιδιαίτερα και εξαιτίας των οφειλών στα ασφαλιστικά ταμεία: Οι «νεοαστέγοι» με οφειλές δεν μπορούν να βγάλουν βιβλιάριο απορίας, με αποτέλεσμα να αποκλείονται από την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και ως εκ τούτου να ζουν σε καθεστώς εξαθλίωσης.

    http://news.in.gr/greece/article/?aid=1231147056

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Κάθε χρήστης μπορεί να σχολιάσει στο γλόμπινγκ αφού επιλέξει διακριτικό ψευδώνυμο για αποφυγή συγχίσεων είτε με λογαριασμό Google είτε με τη χρήση της υπηρεσίας openID είτε με την απλή επιλογή ονόματος χρήστη.
Προσβλητικά ή υβριστικά σχόλια για συντάκτες ή σχολιαστές θα διαγράφονται. Δεν ενθαρρύνεται η χρήση υβριστικών λέξεων ή εκφράσεων.
Ο σχολιασμός γίνεται με το ελληνικό αλφάβητο και με μικρά γράμματα

Οι διαχειριστές έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε διαγραφή σχολίων που δημιουργούν σκόπιμη ή μη σύγχιση και απομάκρυνση από το θέμα της ανάρτησης.

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...