Ειχα κάνει παλιότερα ένα άρθρο με τον τίτλο:
Η περίοδος που θα εξετάσουμε, δηλαδή από 10ο ως τις αρχές του 13ου αιώνα, χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από την υπαγωγή της βυζαντινής οικονομίας στον έλεγχο τον ιταλικών εμπορικών πόλεων(Βενετία, Πίζα, Γένοβα) και κυρίως της Βενετίας. Προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα που τίθεται στην εργασία πρέπει να πέσει φώς στην σχέση αυτών των πόλεων με το Βυζάντιο μέσα στην πάροδο του χρόνου, καθώς επίσης να τονιστούν τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά των υπό διερεύνηση κοινωνιών, με περισσότερη ίσως έμφαση στην οικονομία και το εμπόριο.
Για τις ανάγκες αυτού του εγχειρήματος θα χωριστεί η εργασία σε 4 κύρια μέρη(εκτός από την εισαγωγή και τα συμπεράσματα). Στο πρώτο μέρος θα εξεταστούν κυρίως οι συνθήκες που επικρατούσαν στην οικονομία του Βυζαντίου κατά τη διάρκεια του 10ου και του 11ου αιώνα. Στο δεύτερο μέρος θα αναφερθούμε στα χαρακτηριστικά της εμπορικής επέκτασης των Ιταλικών πόλεων στον Βυζαντινό χώρο ενώ στο τρίτο μέρος θα μας απασχολήσουν οι επιπτώσεις της επέκτασης αυτής για τους Βυζαντινούς. Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος πρόκειται να γίνει αναφορά στην κατάκτηση του Βυζαντίου από τους σταυροφόρους καθώς επίσης και στους λόγους εξαιτίας των οποίων έφτασαν τα πράγματα ως εκεί.
Μετά το πρώτο μισό του 10ου αιώνα και για μεγάλο μέρος του 11ου οι συνθήκες στο Βυζάντιο άρχισαν να ευνοούν ξανά την αναγέννηση της αστικής οικονομίας. Αιτίες για αυτό ήταν η έστω και προσωρινή εξασφάλιση του Βυζαντίου έναντι των διαφόρων εχθρικών γειτονικών του λαών. Στη Μικρά Ασία τα βυζαντινά στρατεύματα αναλάμβαναν την πρωτοβουλία με επιθέσεις που επρόκειτο να τα οδηγήσουν πέρα από την οροσειρά του Ταύρου, στην Κιλικία και την Συρία. Παράλληλα η Βουλγαρία έγινε πιο ειρηνική μετά τον θάνατο του τσάρου Συμεών(927) και υποτάχθηκε ολοκληρωτικά το 1018 ενώ και η ναυσιπλοΐα άρχισε να γίνεται πιο ασφαλής μετά την καταστροφή της αραβικής βάσης στην Κρήτη.[1] Η αυξημένη ασφάλεια σήμαινε το άνοιγμα εμπορικών δρόμων, ενώ οι νεοφερμένοι στον Εύξεινο Πόντο Ρώσοι, που σύντομα θα προσηλυτιζόταν στον ορθόδοξο χριστιανισμό διευκόλυναν το μακρινό εμπόριο που θα διοχετευόταν κατευθείαν προς την Κωνσταντινούπολη.[2]
Παρόλο που οι συνθήκες ευνοούσαν την ανάπτυξη του εμπορίου και τις εμπορικές επαφές με άλλους λαούς, η αυτοκρατορική κυβέρνηση έβλεπε με καχυποψία και συντηρητισμό όλα αυτά τα νέα δεδομένα[3]. Μαθαίνουμε για παράδειγμα από πηγές της εποχής, ότι όσον αφορά την ρωσική εμπορική αποικία που είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, οι αρχές ενδιαφερόταν κυρίως να επιβλέπουν στενά τους ρώσους παρά να αποκομίζουν το μεγαλύτερο δυνατό όφελος από τις μεταξύ τους σχέσεις.[4] Υπάρχει ακόμα ένα ντοκουμέντο με το όνομα Επαρχικό Βιβλίο το οποίο χρονολογείται από την εποχή του Λέοντα ς(886-912) στο οποίο καταγράφονται οι ρυθμίσεις που θα πρέπει να επιβάλει ο έπαρχος της Κωνσταντινούπολης στις διάφορες συντεχνίες και εκεί βλέπουμε την προσπάθεια που γίνεται για να παραμείνει το εμπόριο κάτω από τον αυστηρό έλεγχο και περιορισμό ενός συντηρητικού κράτους.[5]
Βέβαια οι ευκαιρίες που παρουσιαζόταν για την βυζαντινή οικονομία, οδηγούσαν τους εμπόρους και τους υπόλοιπους επαγγελματίες στο να παραβαίνουν τους κανόνες του Επαρχικού Βιβλίου. Τα μέλη της αριστοκρατίας λόγου χάρη, παρότι απαγορευόταν να έχουν εμπορικές δραστηριότητες, επένδυαν μέρος της περιουσίας τους στην αγορά καταστημάτων που η ενοικίαση τους τους απέδιδε εισόδημα περίπου 5%.[6]
Οι επαγγελματίες άρχισαν σταδιακά να αποκτούν πλούτο και εξουσία, ενώ προφανώς είχαν έρεισμα και επιρροή στην κοινωνία έτσι ώστε σταδιακά ακόμα και οι αυτοκράτορες εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τη στήριξη τους. Ο Μιχαήλ Ε’ για παράδειγμα, σε μια προσπάθεια να κρατηθεί στον θρόνο που σφετερίστηκε από την αυτοκράτειρα Ζωή(1042) αποπειράθηκε να πάρει το «μόρφωμα» των επαγγελματιών με το μέρος του γεμίζοντας τους τιμές. Εκείνοι όμως επειδή ήταν προσκολλημένοι στην νόμιμη δυναστεία πολιόρκησαν το παλάτι και τον εκθρόνισαν. Ο διάδοχος του, Κωνσταντίνος Θ’ «δέχθηκε στην συγκλητική τάξη σχεδόν όλο τον όχλο της αγοράς», όπως γράφει απρόθυμα ο Ψελλός. Αργότερα, αυτοκράτορες όπως ο Ισαάκιος Κομνηνός(1057) και Νικηφόρος Βοτανειάτης(1078) κατέκτησαν τον θρόνο με την στήριξη των εμπόρων και των συντεχνιών ενώ ο Κωνσταντίνος Ι’(1059-1067) έφτασε στο σημείο να καταργήσει κάθε διάκριση ανάμεσα στους συγκλητικούς και τους απλούς πολίτες ενώ έδωσε σε τεχνίτες υψηλά αξιώματα.[7]
Η επέκταση της αυτοκρατορίας στα «ιδανικά» σύνορα, δηλαδή από την μια ως τον Δούναβη και από την άλλη ως τον Ευφράτη, καθώς επίσης και η σχετική ηρεμία όσον αφορούσε τις εξωτερικές απειλές έδωσαν όπως είπαμε σχετική ώθηση στους έμπορους και τους επαγγελματίες, όμως από την άλλη είχε ως αποτέλεσμα την εξασθένιση τους βυζαντινού στρατού. Τα θέματα και οι θεματικοί στρατοί άρχισαν να διαλύονται ενώ η στρατιωτική διοίκηση συγκεντρωνόταν στα χέρια των δύο δομεστίκων[8] των σχολών , ένας για την Ανατολή και ένας για την Δύση, κάτι που θύμιζε το σύστημα της πρώιμης βυζαντινής περιόδου. Παράλληλα η κατοχή κτημάτων υπό τον όρο της στρατιωτικής υπηρεσίας καταργήθηκε αλλά και η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία έγινε εξαγοράσιμη, με τα χρήματα της εξαγοράς να πηγαίνουν στην πρόσληψη μισθοφόρων.[9]
Η Βενετία ήταν η πρώτη πόλη που επιδόθηκε στο θαλάσσιο εμπόριο και κατ επέκταση η πρώτη που απέκτησε εμπορικά προνόμια στον Βυζαντινό χώρο, τόσο εξαιτίας της θέσης της όσο και εξαιτίας της αρχικά σχέσης υποτέλειας και αργότερα συμμαχίας[11] με την Βυζαντινή αυτοκρατορία. Από το 992 κιόλας, ο Βασίλειος Β’ με ένα χρυσόβουλο μείωσε σε δύο χρυσά νομίσματα τον φόρο που πλήρωναν οι Βενετοί στην Αβύδο, στο δρόμο τους προς την Κωνσταντινούπολη ενώ μόνο ο λογοθέτης του δρόμου[12], και όχι άλλοι αξιωματούχοι, είχε δικαίωμα να κάνει έλεγχο στα βενετικά πλοία. Την εποχή εκείνοι οι Βενετοί ασχολούταν κυρίως με το διαμετακομιστικό εμπόριο και αγόραζαν από την πόλη πολύτιμα υφάσματα όπως και άλλα είδη πολυτελείας από την Ανατολή.[13]
Μέχρι την εποχή του Αλέξιου Α’ η παρουσία των Βενετών εμπόρων στην βυζαντινή επικράτεια δεν ήταν τόσο έντονη ούτε και είχε γίνει ακόμη τόσο βλαβερή για την ντόπια οικονομία, το χρυσόβουλο όμως που υπογράφηκε το 1082 άνοιξε την Κερκόπορτα για την οικονομική εισβολή των εμπορικών ιταλικών πόλεων. Ο Αλέξιος αναγκάστηκε να παραχωρήσει μια σειρά από προνόμια στους Βενετούς με αντάλλαγμα αυτοί να τον βοηθήσουν με τον στόλο τους να αποκρούσει την νορμανδική απειλή.[14] Εδώ βλέπουμε την μεγάλη σημασία που έπαιξε η αποδιοργάνωση και αποδυνάμωση του βυζαντινού στρατού, που δεν επαρκούσε για να διαφυλάξει τα σύνορα της αυτοκρατορίας.
Εκτός από τους τίτλους τους οποίους έλαβαν ο Δόγης(ανώτατος άρχοντας της Βενετίας) και ο πατριάρχης(καθώς και τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν σε αυτούς τους τίτλους) ως αντάλλαγμα τους δόθηκαν οι κτίσεις των Αμαλφηνών στην Κωνσταντινούπολη μαζί με μια περιοχή για να κατοικούν. Τώρα όσον αφορά τα εμπορικά προνόμια οι Βενετοί έμποροι εξασφάλισαν το δικαίωμα να εμπορεύονται σε πολλές πόλεις της Πελοποννήσου, Στερεάς Ελλάδας, Θεσσαλονίκης, Θράκης, Μικράς Ασίας και βόρειας Συρίας. Οι Βυζαντινοί κράτησαν το μονοπώλιο μόνο στην περιοχή του Εύξεινου πόντου που ήταν σημαντική για την τροφοδοσία της Κωνσταντινούπολης. Επίσης απαλλάχθηκαν από αρκετούς δασμούς όπου όλοι οι άλλοι δυτικοί έμποροι όφειλαν να πληρώνουν, αποκτώντας έτσι ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων.[15]
Τον δρόμο της Βενετίας ακολούθησε η Πίζα, η οποία έλαβε και αυτή προνόμια το 1111 με ανάλογο χρυσόβουλο. Αυτά τα προνόμια αποσπάστηκαν εκβιαστικά, αφού Πισάτες και Γενουάτες εξαπέλυαν επιθέσεις στα βυζαντινά παράλια, έτσι το χρυσόβουλο τους παραχωρήθηκε με όρο να σταματήσουν για πάντα αυτές τις επιθέσεις. Κατάφεραν και εκείνοι να πάρουν «σκάλα», σπίτια και μαγαζιά στην Κωνσταντινούπολη καθώς και να πετύχουν μειωμένους δασμούς και ελαχιστοποίηση των ελέγχων.[16]
Αν και έγιναν προσπάθειες από αυτοκράτορες όπως ο Ιωάννης Β’ Κομνηνός να απαλλαγεί η αυτοκρατορία από τους Βενετούς αρνούμενος το 1119 να επικυρώσει το χρυσόβουλο του 1082, έπεσαν στο κενό, αφού ο ίδιος αυτοκράτορας αποδυνάμωσε τον βυζαντινό στόλο, με αποτέλεσμα οι Βενετοί να τον αναγκάσουν με επιθέσεις στα παράλια να ξαναδεχθεί τους επαχθής όρους τους. Αργότερα έγιναν προσπάθειες να ξαναδημιουργηθεί ο Βυζαντινός στόλος από τον Μανουήλ Α΄ όμως η νορμανδική επίθεση του 1147-1149 τον έστειλε και εκείνον στο κατώφλι των Ενετών. Επί της εποχής τόσο τα προνόμια, όσο και οι ιταλικές πόλεις στις οποίες αυτά παρέχονταν, αυξήθηκαν, ενώ προστέθηκε σε αυτές και η Γένοβα.[17]
Για την Γένοβα και την Πίζα το εσωτερικό εμπόριο στην Κωνσταντινούπολη έπαιζε δευτερεύοντα ρόλο μιας και αυτές τις πόλεις τις ενδιέφερε περισσότερο η Δυτική Μεσόγειος. Συγκεκριμένα για την Γένοβα γνωρίζουμε ότι η Ανατολική μεσόγειος ερχόταν στην τρίτη θέση ενδιαφέροντος, μετά από την Αίγυπτο και τα κράτη τα οποία είχαν ιδρύσει οι Σταυροφόροι. Παρόλα αυτά είχαν και εκείνοι παρουσία ενώ συχνά υπήρχε μεταξύ τους έντονος ανταγωνισμός, όπως ήταν η περίπτωση που οι Γενουάτες κατάφεραν να ξεπεράσουν το 1171 τους Βενετούς στο εμπόριο υφασμάτων στην Κωνσταντινούπολη. Δεν ήταν άλλωστε και λίγες οι φορές που τόσο οι Βενετοί όσο και οι Πισάτες επιτέθηκαν ενάντια στην συνοικία των Γενουατών στην Κωνσταντινούπολη, όπως έγινε το 1162 και το 1171.[20]
Όπως είναι λογικό να συμπεράνει κάποιος έχοντας διαβάσει τα παραπάνω, με την επικράτηση των Ιταλών εμπόρων στο εσωτερικό εμπόριο της αυτοκρατορίας, οι ντόπιοι έμποροι και τεχνίτες βρέθηκαν εξαρτημένοι και σε δεινή θέση, κάτι που είχε το ανάλογο αντίχτυπο στην ντόπια οικονομία και κατ επέκταση στην κοινωνία. Η δυσχέρεια των Βυζαντινών υπηκόων για την κατάντια της οικονομίας τους και τον ολοένα αυξανόμενο πλούτο των ιταλών εμπόρων μετατράπηκε με τον καιρό σε μίσος κάτι που συχνά εκφραζόταν με βιαιοπραγίες.
Την περίοδο 1171 – 1185 οι σχέσεις ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Λατίνους ήταν τεταμένες. Το 1171 ο δόγης της Βενετίας απαγόρευσε το εμπόριο με το Βυζάντιο και οι Βενετοί επιτέθηκαν ξανά στους Γενουάτες.[21] Όταν ο Μανουήλ Α’ ζήτησε από τους Βενετούς να επανορθώσουν και εκείνοι αρνήθηκαν, έδωσε εντολή να συλληφθούν οι Βενετοί έμποροι που ζούσαν στις βυζαντινές πόλεις, όπως και έγινε, ενώ κατασχέθηκαν και οι περιουσίες τους. Επί βασιλείας του Ανδρόνικου Α’ έγιναν προσπάθειες να αποκατασταθούν οι σχέσεις με τους Βενετούς ενω ο ίδιος υποσχέθηκε να τους αποζημιώσει για τις καταστροφές, έστειλε μάλιστα και την πρώτη δόση της αποζημίωσης. Τελικά η απέχθεια για τους Λατίνους που ολοένα μεγάλωνε, οδήγησε τους κάτοικους της Κωνσταντινούπολης να επιτεθούν το 1182 ενάντια στις συνοικίες των Ιταλών, αλλά και ο ίδιος ο Ανδρόνικος τους εναντιώθηκε, αφού οι Βενετοί υποστήριξαν τον πρωτοσέβαστο Αλέξιο στην προσπάθεια του να καταλάβει τον θρόνο. Κυρίως από την σφαγή επλήγησαν οι Πιζανοί και οι Γενουάτες, αφού οι περισσότεροι και ισχυρότεροι Βενετοί είχαν εγκαταλείψει την πόλη όταν είχαν γίνει οι διωγμοί εναντίον τους από τον Μανουήλ Α’.[22]
Οι σχέσεις αποκαταστάθηκαν σταδιακά με την άνοδο στον θρόνο της δυναστείας των Αγγέλων. Ο Ισαάκιος Άγγελος έστειλε και αυτός χρήματα στην Βενετία για αποζημίωση ενώ δόθηκε καινούργιο χρυσόβουλο το 1187. Επίσης το 1192 επικυρώθηκαν και αυξήθηκαν τα προνόμια της Πίζας και της Γένοβας.[23]
Όσο οι Βυζαντινοί είχαν την ανάγκη του Βενετικού στόλου, τόσο ήταν εξαρτημένοι από αυτούς. Οι Βενετοί βέβαια μαζί με τις υπόλοιπες Ιταλικές πόλεις, αν και παρείχαν την απαιτούμενη στρατιωτική βοήθεια, «βάραιναν» και αποδυνάμωναν όλο και περισσότερο την βυζαντινή οικονομία, ενώ όταν γινόταν από τους βυζαντινούς απόπειρα απεξάρτησης, τότε οι Λατίνοι επιτιθόταν εναντίον των βυζαντινών ακτών για να τους αναγκάσουν να τους επιστρέψουν/ενισχύσουν τα όποια εμπορικά προνόμια.
Το τέλος αυτής της επίπονης, για τους Βυζαντινούς, διαδρομής, σηματοδοτήθηκε από την τέταρτη σταυροφορία και το πέρασμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας κάτω από δυτική, και κυρίως Βενετική, κυριαρχία.
Την σταυροφορία την διοργανώνει ο Πάπας Ιννοκέντιος ΄Γ(1198-1216) και σε αυτή δεν συμμετέχουν Δυτικοευρωπαίοι ηγεμόνες όπως στις δυο προηγούμενες ,αλλά βαρώνοι πολέμαρχοι που είχαν διακριθεί στις παλιότερες εκστρατείες. Οι επιδρομείς απευθύνονται στους Βενετούς προκειμένου να τους μεταφέρουν από την θάλασσα στον προορισμό τους, που αρχικά δεν είναι η Κωνσταντινούπολη αλλά η Ιερουσαλήμ. Τελικά εμφανίζεται ως από μηχανής θεός(για τις επιδιώξεις των Βενετών) ο Βυζαντινός πρίγκιπας, γιός του Ισαάκιου ΄Β Αλέξιος, που ζητά στρατιωτική βοήθεια για να κατακτήσει τον θρόνο που έχει σφετεριστεί ο θείος του Αλέξιος ΄Γ.[24]
Με προτροπή των Βενετών, υπό τον Δόγη Ερρίκο Δάνδολο(1192-1205), αποφασίζεται οι σταυροφόροι να μην πάνε στους άγιους τόπους αλλά να ξεκινήσουν τις κατακτήσεις τους από την χριστιανική πόλη Ζάρα της Δαλματίας, που είχε αποστατήσει από τον εμπορικό έλεγχο των Βενετών. Η Ζάρα κατακτάται και λεηλατείται το 1202 και εν συνεχεία ο Δάνδολος διαπραγματεύεται τους όρους της συμφωνίας με τον Αλέξιο όπου γίνεται αποδεκτό το αίτημα του για βοήθεια, αλλά με δυσβάσταχτο(ή πιο σωστά αβάσταχτο) αντάλλαγμα.[25] Ο Αλέξιος όχι μόνο δέχθηκε να υποτάξει το πατριαρχείο στην Ρώμη(μια χρόνια επιδίωξη του Πάπα) αλλά και να πληρώσει ένα τεράστιο χρηματικό ποσό στους σταυροφόρους όταν εκείνοι θα του παρέδιδαν την εξουσία.[26]
Οι δυτικοί δεν δυσκολεύτηκαν να κατακτήσουν το αποδυναμωμένο κέντρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ο Ισαάκιος αποκαθιστάται στον θρόνο μαζί με τον γιό του Αλέξιο, που όμως δεν έδειχνε να μπορεί να κρατήσει την υπόσχεση του στους δυτικούς. Η αυτοκρατορία διασπάται, αλλά ο σύμμαχος και συγγενής του Αλέξου Γ΄, Αλέξιος Δούκας Μούρτζουφλος κατορθώνει να ανακαταλάβει την Πόλη. Οι σταυροφόροι , που έχουν από προηγουμένως κανονίσει πως να μοιράσουν μεταξύ τους τα εδάφη της αυτοκρατορίας[27], επιτίθενται ξανά και παρά την καλύτερα συντονισμένη άμυνα κερδίζουν την πολιορκία στις 13/4/1204 και εισβάλουν στην Πόλη εφόσον ο Μούρτζουφλος όχι δεν θέλει, αλλά δεν είναι δυνατόν να τους δώσει τα με τον γιό του Ισαάκιου συμφωνημένα χρήματα που δεν υπήρχαν ούτε για αστείο στα ταμεία του κράτους.[28]
Ένας από τους βασικούς παράγοντες που διευκόλυναν τους Λατίνους, τόσο στην οικονομική όσο και στην στρατιωτική κατάκτηση του Βυζαντίου ήταν η συνεχής εσωτερική διαμάχη μεταξύ της φεουδαρχικής αριστοκρατίας και της συγκεντρωτικής εξουσίας. Μια διαμάχη της οποίας οι συνέπειες αντανακλούνταν στην οικονομία και στην κοινωνία και συνεπικουρούσαν στην εξαθλίωση των υπηκόων της αυτοκρατορίας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ο λαός υποδεχόταν τους Λατίνους κατακτητές ως σωτήρες, και αυτό διότι υπήρχε μεγάλη δυσαρέσκεια απέναντι στους Βυζαντινούς άρχοντες οι οποίοι, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, για να συγκρατήσουν τα εισοδήματα τους αύξαναν συνεχώς την φορολογία και νόθευαν το νόμισμα.[29]
Οι Λατίνοι εξάπλωσαν την κυριαρχία τους σε μεγάλο μέρος των Βυζαντινών εδαφών και ίδρυσαν κράτη με επικεφαλής διάφορες προσωπικότητες που διακρίθηκαν στην Δ’ σταυροφορία. Τα κράτη αυτά οργανώθηκαν κατά τα φεουδαρχικά πρότυπα, αλλά όπου ήταν αυτό δυνατό, εισήχθηκαν οι δυτικοί θεσμοί.[30]
Εξαιτίας της στρατιωτικής εξάρτησης του Βυζαντίου από τον πανίσχυρο Βενετικό στόλο ήταν δύσκολο να το Βυζάντιο απεμπλακεί από την κυριαρχία τους, και ήταν ακόμη πιο δύσκολο να ανταπεξέλθει όσο η οικονομία του συνέχιζε να μαραζώνει. Την κατάσταση, για τους βυζαντινούς, την χειροτέρευαν οι εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των «εραστών» του θρόνου, αλλά και των διαφόρων κοινωνικών τάξεων(όπως ήταν η φεουδαρχική αριστοκρατία) για ενίσχυση της θέσεως τους.
Όσο η οικονομία αδυνάτιζε τόσο επιδεινωνόταν τα πράγματα για τους υπηκόους της αυτοκρατορίας. Το υπερβολικά χαμηλό επίπεδο ζωής τους συνεισέφερε στην πολιτική αστάθεια και στις εσωτερικές διαμάχες, τόσο ενάντια στους Λατίνους έμπορους που αντίθετα με τον λαό ζούσαν πλουσιοπάροχα, όσο και ενάντια στους βυζαντινούς αξιωματούχους που δεν μπορούσαν να δώσουν λύση.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η κατάκτηση από τους σταυροφόρους της τέταρτης σταυροφορίας ήρθε ως φυσικό αποτέλεσμα μιας σταθερής παρακμής που κράτησε πάνω από έναν αιώνα.
Με λίγα λόγια, και για να απαντήσουμε στο αρχικό ερώτημα της εργασίας, η σχέση μεταξύ του Βυζαντίου και των Ιταλικών πόλεων ήταν μια σχέση αντιστρόφου ανάλογης ωφέλειας, δηλαδή ότι έχανε το Βυζάντιο το επωφελούταν οι Ιταλικές πόλεις, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση του πρώτου και την ανάδειξη των δεύτερων σε κυρίαρχη οικονομική και στρατιωτική δύναμη της εποχής. Από την άλλη κανείς δεν ξέρει για πόσο καιρό θα άντεχε το Βυζάντιο τις διάφορες πολεμικές προκλήσεις χωρίς την υποστήριξη του Βενετικού στόλου, από τη στιγμή που ο δικός του στρατός δεν μπορούσε να ανταποκριθεί σε αυτές. Υπό αυτή την έννοια, η κατάρρευση της παραπαίουσας Βυζαντινής αυτοκρατορίας ίσως ήταν απλά ζήτημα χρόνου και πιθανότατα να είχε έρθει νωρίτερα χωρίς την παρέμβαση των Λατίνων.
Η υπαγωγή της βυζαντινής οικονομίας στις επεκτατικές βλέψεις των ανεξάρτητων ιταλικών πόλεων και οι συνέπειες αυτής.
Τελικά προέκυψε σχετικό θέμα εργασίας για τις ανάγκες του ΕΑΠ και έτσι ασχολήθηκα πιο διεξοδικά με το ζήτημα. Την συγκεκριμένη εργασία λοιπόν αποφάσισα, μιας και έκανα την αρχή με το άρθρο, να την αναρτήσω, σε περίπτωση που σε κάποιους άρεσε το πρώτο άρθρο και τους ενδιαφέρει μια πιο αναλυτική αναφορά.Η περίοδος που θα εξετάσουμε, δηλαδή από 10ο ως τις αρχές του 13ου αιώνα, χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από την υπαγωγή της βυζαντινής οικονομίας στον έλεγχο τον ιταλικών εμπορικών πόλεων(Βενετία, Πίζα, Γένοβα) και κυρίως της Βενετίας. Προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα που τίθεται στην εργασία πρέπει να πέσει φώς στην σχέση αυτών των πόλεων με το Βυζάντιο μέσα στην πάροδο του χρόνου, καθώς επίσης να τονιστούν τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά των υπό διερεύνηση κοινωνιών, με περισσότερη ίσως έμφαση στην οικονομία και το εμπόριο.
Για τις ανάγκες αυτού του εγχειρήματος θα χωριστεί η εργασία σε 4 κύρια μέρη(εκτός από την εισαγωγή και τα συμπεράσματα). Στο πρώτο μέρος θα εξεταστούν κυρίως οι συνθήκες που επικρατούσαν στην οικονομία του Βυζαντίου κατά τη διάρκεια του 10ου και του 11ου αιώνα. Στο δεύτερο μέρος θα αναφερθούμε στα χαρακτηριστικά της εμπορικής επέκτασης των Ιταλικών πόλεων στον Βυζαντινό χώρο ενώ στο τρίτο μέρος θα μας απασχολήσουν οι επιπτώσεις της επέκτασης αυτής για τους Βυζαντινούς. Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος πρόκειται να γίνει αναφορά στην κατάκτηση του Βυζαντίου από τους σταυροφόρους καθώς επίσης και στους λόγους εξαιτίας των οποίων έφτασαν τα πράγματα ως εκεί.
Μέρος πρώτο: Η Βυζαντινή οικονομία τον 10ο και 11ο αιώνα.
Παρόλο που οι συνθήκες ευνοούσαν την ανάπτυξη του εμπορίου και τις εμπορικές επαφές με άλλους λαούς, η αυτοκρατορική κυβέρνηση έβλεπε με καχυποψία και συντηρητισμό όλα αυτά τα νέα δεδομένα[3]. Μαθαίνουμε για παράδειγμα από πηγές της εποχής, ότι όσον αφορά την ρωσική εμπορική αποικία που είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, οι αρχές ενδιαφερόταν κυρίως να επιβλέπουν στενά τους ρώσους παρά να αποκομίζουν το μεγαλύτερο δυνατό όφελος από τις μεταξύ τους σχέσεις.[4] Υπάρχει ακόμα ένα ντοκουμέντο με το όνομα Επαρχικό Βιβλίο το οποίο χρονολογείται από την εποχή του Λέοντα ς(886-912) στο οποίο καταγράφονται οι ρυθμίσεις που θα πρέπει να επιβάλει ο έπαρχος της Κωνσταντινούπολης στις διάφορες συντεχνίες και εκεί βλέπουμε την προσπάθεια που γίνεται για να παραμείνει το εμπόριο κάτω από τον αυστηρό έλεγχο και περιορισμό ενός συντηρητικού κράτους.[5]
Βέβαια οι ευκαιρίες που παρουσιαζόταν για την βυζαντινή οικονομία, οδηγούσαν τους εμπόρους και τους υπόλοιπους επαγγελματίες στο να παραβαίνουν τους κανόνες του Επαρχικού Βιβλίου. Τα μέλη της αριστοκρατίας λόγου χάρη, παρότι απαγορευόταν να έχουν εμπορικές δραστηριότητες, επένδυαν μέρος της περιουσίας τους στην αγορά καταστημάτων που η ενοικίαση τους τους απέδιδε εισόδημα περίπου 5%.[6]
Οι επαγγελματίες άρχισαν σταδιακά να αποκτούν πλούτο και εξουσία, ενώ προφανώς είχαν έρεισμα και επιρροή στην κοινωνία έτσι ώστε σταδιακά ακόμα και οι αυτοκράτορες εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τη στήριξη τους. Ο Μιχαήλ Ε’ για παράδειγμα, σε μια προσπάθεια να κρατηθεί στον θρόνο που σφετερίστηκε από την αυτοκράτειρα Ζωή(1042) αποπειράθηκε να πάρει το «μόρφωμα» των επαγγελματιών με το μέρος του γεμίζοντας τους τιμές. Εκείνοι όμως επειδή ήταν προσκολλημένοι στην νόμιμη δυναστεία πολιόρκησαν το παλάτι και τον εκθρόνισαν. Ο διάδοχος του, Κωνσταντίνος Θ’ «δέχθηκε στην συγκλητική τάξη σχεδόν όλο τον όχλο της αγοράς», όπως γράφει απρόθυμα ο Ψελλός. Αργότερα, αυτοκράτορες όπως ο Ισαάκιος Κομνηνός(1057) και Νικηφόρος Βοτανειάτης(1078) κατέκτησαν τον θρόνο με την στήριξη των εμπόρων και των συντεχνιών ενώ ο Κωνσταντίνος Ι’(1059-1067) έφτασε στο σημείο να καταργήσει κάθε διάκριση ανάμεσα στους συγκλητικούς και τους απλούς πολίτες ενώ έδωσε σε τεχνίτες υψηλά αξιώματα.[7]
Η επέκταση της αυτοκρατορίας στα «ιδανικά» σύνορα, δηλαδή από την μια ως τον Δούναβη και από την άλλη ως τον Ευφράτη, καθώς επίσης και η σχετική ηρεμία όσον αφορούσε τις εξωτερικές απειλές έδωσαν όπως είπαμε σχετική ώθηση στους έμπορους και τους επαγγελματίες, όμως από την άλλη είχε ως αποτέλεσμα την εξασθένιση τους βυζαντινού στρατού. Τα θέματα και οι θεματικοί στρατοί άρχισαν να διαλύονται ενώ η στρατιωτική διοίκηση συγκεντρωνόταν στα χέρια των δύο δομεστίκων[8] των σχολών , ένας για την Ανατολή και ένας για την Δύση, κάτι που θύμιζε το σύστημα της πρώιμης βυζαντινής περιόδου. Παράλληλα η κατοχή κτημάτων υπό τον όρο της στρατιωτικής υπηρεσίας καταργήθηκε αλλά και η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία έγινε εξαγοράσιμη, με τα χρήματα της εξαγοράς να πηγαίνουν στην πρόσληψη μισθοφόρων.[9]
Μέρος δεύτερο: Η οικονομική επέκταση των ιταλικών πόλεων.
Δύο παράγοντες έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο θα λέγαμε στην επέκταση των ιταλικών εμπορικών πόλεων στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Από τη μια είχε μεγάλη σημασία η οικονομική ανάπτυξη της Δύσης και το άνοιγμα εκεί νέων αγορών σε συνδυασμό με την αποκατάσταση της ασφάλειας στην Αδριατική και την Δυτική μεσόγειο, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να ευνοηθεί το θαλάσσιο εμπόριο. Από την άλλη η πόρτα στους Ιταλούς εμπόρους που έψαχναν χώρο να επεκταθούν, άνοιξε από τους ίδιους τους βυζαντινούς αυτοκράτορες όταν εκείνοι για διάφορους λόγους άρχισαν να τους παραχωρούν διάφορα εμπορικά προνόμια, στους Βενετούς αρχικά, και αργότερα στους Πισανούς και τους Γενουάτες.[10]Η Βενετία ήταν η πρώτη πόλη που επιδόθηκε στο θαλάσσιο εμπόριο και κατ επέκταση η πρώτη που απέκτησε εμπορικά προνόμια στον Βυζαντινό χώρο, τόσο εξαιτίας της θέσης της όσο και εξαιτίας της αρχικά σχέσης υποτέλειας και αργότερα συμμαχίας[11] με την Βυζαντινή αυτοκρατορία. Από το 992 κιόλας, ο Βασίλειος Β’ με ένα χρυσόβουλο μείωσε σε δύο χρυσά νομίσματα τον φόρο που πλήρωναν οι Βενετοί στην Αβύδο, στο δρόμο τους προς την Κωνσταντινούπολη ενώ μόνο ο λογοθέτης του δρόμου[12], και όχι άλλοι αξιωματούχοι, είχε δικαίωμα να κάνει έλεγχο στα βενετικά πλοία. Την εποχή εκείνοι οι Βενετοί ασχολούταν κυρίως με το διαμετακομιστικό εμπόριο και αγόραζαν από την πόλη πολύτιμα υφάσματα όπως και άλλα είδη πολυτελείας από την Ανατολή.[13]
Μέχρι την εποχή του Αλέξιου Α’ η παρουσία των Βενετών εμπόρων στην βυζαντινή επικράτεια δεν ήταν τόσο έντονη ούτε και είχε γίνει ακόμη τόσο βλαβερή για την ντόπια οικονομία, το χρυσόβουλο όμως που υπογράφηκε το 1082 άνοιξε την Κερκόπορτα για την οικονομική εισβολή των εμπορικών ιταλικών πόλεων. Ο Αλέξιος αναγκάστηκε να παραχωρήσει μια σειρά από προνόμια στους Βενετούς με αντάλλαγμα αυτοί να τον βοηθήσουν με τον στόλο τους να αποκρούσει την νορμανδική απειλή.[14] Εδώ βλέπουμε την μεγάλη σημασία που έπαιξε η αποδιοργάνωση και αποδυνάμωση του βυζαντινού στρατού, που δεν επαρκούσε για να διαφυλάξει τα σύνορα της αυτοκρατορίας.
Εκτός από τους τίτλους τους οποίους έλαβαν ο Δόγης(ανώτατος άρχοντας της Βενετίας) και ο πατριάρχης(καθώς και τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν σε αυτούς τους τίτλους) ως αντάλλαγμα τους δόθηκαν οι κτίσεις των Αμαλφηνών στην Κωνσταντινούπολη μαζί με μια περιοχή για να κατοικούν. Τώρα όσον αφορά τα εμπορικά προνόμια οι Βενετοί έμποροι εξασφάλισαν το δικαίωμα να εμπορεύονται σε πολλές πόλεις της Πελοποννήσου, Στερεάς Ελλάδας, Θεσσαλονίκης, Θράκης, Μικράς Ασίας και βόρειας Συρίας. Οι Βυζαντινοί κράτησαν το μονοπώλιο μόνο στην περιοχή του Εύξεινου πόντου που ήταν σημαντική για την τροφοδοσία της Κωνσταντινούπολης. Επίσης απαλλάχθηκαν από αρκετούς δασμούς όπου όλοι οι άλλοι δυτικοί έμποροι όφειλαν να πληρώνουν, αποκτώντας έτσι ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων.[15]
Τον δρόμο της Βενετίας ακολούθησε η Πίζα, η οποία έλαβε και αυτή προνόμια το 1111 με ανάλογο χρυσόβουλο. Αυτά τα προνόμια αποσπάστηκαν εκβιαστικά, αφού Πισάτες και Γενουάτες εξαπέλυαν επιθέσεις στα βυζαντινά παράλια, έτσι το χρυσόβουλο τους παραχωρήθηκε με όρο να σταματήσουν για πάντα αυτές τις επιθέσεις. Κατάφεραν και εκείνοι να πάρουν «σκάλα», σπίτια και μαγαζιά στην Κωνσταντινούπολη καθώς και να πετύχουν μειωμένους δασμούς και ελαχιστοποίηση των ελέγχων.[16]
Αν και έγιναν προσπάθειες από αυτοκράτορες όπως ο Ιωάννης Β’ Κομνηνός να απαλλαγεί η αυτοκρατορία από τους Βενετούς αρνούμενος το 1119 να επικυρώσει το χρυσόβουλο του 1082, έπεσαν στο κενό, αφού ο ίδιος αυτοκράτορας αποδυνάμωσε τον βυζαντινό στόλο, με αποτέλεσμα οι Βενετοί να τον αναγκάσουν με επιθέσεις στα παράλια να ξαναδεχθεί τους επαχθής όρους τους. Αργότερα έγιναν προσπάθειες να ξαναδημιουργηθεί ο Βυζαντινός στόλος από τον Μανουήλ Α΄ όμως η νορμανδική επίθεση του 1147-1149 τον έστειλε και εκείνον στο κατώφλι των Ενετών. Επί της εποχής τόσο τα προνόμια, όσο και οι ιταλικές πόλεις στις οποίες αυτά παρέχονταν, αυξήθηκαν, ενώ προστέθηκε σε αυτές και η Γένοβα.[17]
Μέρος τρίτο: Οι επιπτώσεις της οικονομικής επέκτασης των ιταλικών πόλεων και οι αντιδράσεις των Βυζαντινών.
Το χρυσόβουλο που υπογράφηκε το 1082 έδωσε σημαντική ώθηση στην βενετική οικονομία και κίνητρο για εμπορική δραστηριότητα στους Βενετούς. Μέχρι τον 12ο αιώνα όλο και περισσότεροι Βενετοί άρχιζαν να ασχολούνται με το εμπόριο με αποτέλεσμα το εμπορικό κεφάλαιο να μεγαλώνει, τα πλοία να εκσυγχρονίζονται και να προσελκύονται όλο και περισσότερες επενδύσεις.[18]Οι Βενετοί έμποροι εξαπλώθηκαν σε όλη την επικράτεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας ενώ μη αρκούμενοι στο διαμετακομιστικό εμπόριο κατάφεραν να πάρουν στα χέρια τους τελικά και το εσωτερικό. Κύριο προϊόν για το εσωτερικό εμπόριο ήταν το λάδι το οποίο ανταλλασσόταν με άλλα προϊόντα και κέντρα αυτού ο Αλμυρός ή Θήβα και η Σπάρτη, πόλεις που τις χρησιμοποιούσαν και ως εμπορικά ορμητήρια προς την υπόλοιπη αυτοκρατορία.[19]Για την Γένοβα και την Πίζα το εσωτερικό εμπόριο στην Κωνσταντινούπολη έπαιζε δευτερεύοντα ρόλο μιας και αυτές τις πόλεις τις ενδιέφερε περισσότερο η Δυτική Μεσόγειος. Συγκεκριμένα για την Γένοβα γνωρίζουμε ότι η Ανατολική μεσόγειος ερχόταν στην τρίτη θέση ενδιαφέροντος, μετά από την Αίγυπτο και τα κράτη τα οποία είχαν ιδρύσει οι Σταυροφόροι. Παρόλα αυτά είχαν και εκείνοι παρουσία ενώ συχνά υπήρχε μεταξύ τους έντονος ανταγωνισμός, όπως ήταν η περίπτωση που οι Γενουάτες κατάφεραν να ξεπεράσουν το 1171 τους Βενετούς στο εμπόριο υφασμάτων στην Κωνσταντινούπολη. Δεν ήταν άλλωστε και λίγες οι φορές που τόσο οι Βενετοί όσο και οι Πισάτες επιτέθηκαν ενάντια στην συνοικία των Γενουατών στην Κωνσταντινούπολη, όπως έγινε το 1162 και το 1171.[20]
Όπως είναι λογικό να συμπεράνει κάποιος έχοντας διαβάσει τα παραπάνω, με την επικράτηση των Ιταλών εμπόρων στο εσωτερικό εμπόριο της αυτοκρατορίας, οι ντόπιοι έμποροι και τεχνίτες βρέθηκαν εξαρτημένοι και σε δεινή θέση, κάτι που είχε το ανάλογο αντίχτυπο στην ντόπια οικονομία και κατ επέκταση στην κοινωνία. Η δυσχέρεια των Βυζαντινών υπηκόων για την κατάντια της οικονομίας τους και τον ολοένα αυξανόμενο πλούτο των ιταλών εμπόρων μετατράπηκε με τον καιρό σε μίσος κάτι που συχνά εκφραζόταν με βιαιοπραγίες.
Την περίοδο 1171 – 1185 οι σχέσεις ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Λατίνους ήταν τεταμένες. Το 1171 ο δόγης της Βενετίας απαγόρευσε το εμπόριο με το Βυζάντιο και οι Βενετοί επιτέθηκαν ξανά στους Γενουάτες.[21] Όταν ο Μανουήλ Α’ ζήτησε από τους Βενετούς να επανορθώσουν και εκείνοι αρνήθηκαν, έδωσε εντολή να συλληφθούν οι Βενετοί έμποροι που ζούσαν στις βυζαντινές πόλεις, όπως και έγινε, ενώ κατασχέθηκαν και οι περιουσίες τους. Επί βασιλείας του Ανδρόνικου Α’ έγιναν προσπάθειες να αποκατασταθούν οι σχέσεις με τους Βενετούς ενω ο ίδιος υποσχέθηκε να τους αποζημιώσει για τις καταστροφές, έστειλε μάλιστα και την πρώτη δόση της αποζημίωσης. Τελικά η απέχθεια για τους Λατίνους που ολοένα μεγάλωνε, οδήγησε τους κάτοικους της Κωνσταντινούπολης να επιτεθούν το 1182 ενάντια στις συνοικίες των Ιταλών, αλλά και ο ίδιος ο Ανδρόνικος τους εναντιώθηκε, αφού οι Βενετοί υποστήριξαν τον πρωτοσέβαστο Αλέξιο στην προσπάθεια του να καταλάβει τον θρόνο. Κυρίως από την σφαγή επλήγησαν οι Πιζανοί και οι Γενουάτες, αφού οι περισσότεροι και ισχυρότεροι Βενετοί είχαν εγκαταλείψει την πόλη όταν είχαν γίνει οι διωγμοί εναντίον τους από τον Μανουήλ Α’.[22]
Οι σχέσεις αποκαταστάθηκαν σταδιακά με την άνοδο στον θρόνο της δυναστείας των Αγγέλων. Ο Ισαάκιος Άγγελος έστειλε και αυτός χρήματα στην Βενετία για αποζημίωση ενώ δόθηκε καινούργιο χρυσόβουλο το 1187. Επίσης το 1192 επικυρώθηκαν και αυξήθηκαν τα προνόμια της Πίζας και της Γένοβας.[23]
Μέρος Τέταρτο: Η άλωση του Βυζαντίου από την τέταρτη σταυροφορία.
Οι Ιταλοί είχαν καταφέρει τελικά να γαντζωθούν για τα καλά απάνω στην Βυζαντινή αυτοκρατορία. Εκμεταλλευόμενοι τις αδυναμίες και τις αντιφάσεις της βυζαντινής οικονομίας που την καθιστούσαν καθυστερημένη και συντηρητική(σε σχέση με την προοδευτική οικονομία των ιταλικών πόλεων) αλλά και την αποδυνάμωση του Βυζαντινού στρατού και στόλου, κατάφεραν να στηρίξουν την δική τους ανάπτυξη στην αφαίμαξη των Βυζαντινών.Όσο οι Βυζαντινοί είχαν την ανάγκη του Βενετικού στόλου, τόσο ήταν εξαρτημένοι από αυτούς. Οι Βενετοί βέβαια μαζί με τις υπόλοιπες Ιταλικές πόλεις, αν και παρείχαν την απαιτούμενη στρατιωτική βοήθεια, «βάραιναν» και αποδυνάμωναν όλο και περισσότερο την βυζαντινή οικονομία, ενώ όταν γινόταν από τους βυζαντινούς απόπειρα απεξάρτησης, τότε οι Λατίνοι επιτιθόταν εναντίον των βυζαντινών ακτών για να τους αναγκάσουν να τους επιστρέψουν/ενισχύσουν τα όποια εμπορικά προνόμια.
Το τέλος αυτής της επίπονης, για τους Βυζαντινούς, διαδρομής, σηματοδοτήθηκε από την τέταρτη σταυροφορία και το πέρασμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας κάτω από δυτική, και κυρίως Βενετική, κυριαρχία.
Την σταυροφορία την διοργανώνει ο Πάπας Ιννοκέντιος ΄Γ(1198-1216) και σε αυτή δεν συμμετέχουν Δυτικοευρωπαίοι ηγεμόνες όπως στις δυο προηγούμενες ,αλλά βαρώνοι πολέμαρχοι που είχαν διακριθεί στις παλιότερες εκστρατείες. Οι επιδρομείς απευθύνονται στους Βενετούς προκειμένου να τους μεταφέρουν από την θάλασσα στον προορισμό τους, που αρχικά δεν είναι η Κωνσταντινούπολη αλλά η Ιερουσαλήμ. Τελικά εμφανίζεται ως από μηχανής θεός(για τις επιδιώξεις των Βενετών) ο Βυζαντινός πρίγκιπας, γιός του Ισαάκιου ΄Β Αλέξιος, που ζητά στρατιωτική βοήθεια για να κατακτήσει τον θρόνο που έχει σφετεριστεί ο θείος του Αλέξιος ΄Γ.[24]
Με προτροπή των Βενετών, υπό τον Δόγη Ερρίκο Δάνδολο(1192-1205), αποφασίζεται οι σταυροφόροι να μην πάνε στους άγιους τόπους αλλά να ξεκινήσουν τις κατακτήσεις τους από την χριστιανική πόλη Ζάρα της Δαλματίας, που είχε αποστατήσει από τον εμπορικό έλεγχο των Βενετών. Η Ζάρα κατακτάται και λεηλατείται το 1202 και εν συνεχεία ο Δάνδολος διαπραγματεύεται τους όρους της συμφωνίας με τον Αλέξιο όπου γίνεται αποδεκτό το αίτημα του για βοήθεια, αλλά με δυσβάσταχτο(ή πιο σωστά αβάσταχτο) αντάλλαγμα.[25] Ο Αλέξιος όχι μόνο δέχθηκε να υποτάξει το πατριαρχείο στην Ρώμη(μια χρόνια επιδίωξη του Πάπα) αλλά και να πληρώσει ένα τεράστιο χρηματικό ποσό στους σταυροφόρους όταν εκείνοι θα του παρέδιδαν την εξουσία.[26]
Οι δυτικοί δεν δυσκολεύτηκαν να κατακτήσουν το αποδυναμωμένο κέντρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ο Ισαάκιος αποκαθιστάται στον θρόνο μαζί με τον γιό του Αλέξιο, που όμως δεν έδειχνε να μπορεί να κρατήσει την υπόσχεση του στους δυτικούς. Η αυτοκρατορία διασπάται, αλλά ο σύμμαχος και συγγενής του Αλέξου Γ΄, Αλέξιος Δούκας Μούρτζουφλος κατορθώνει να ανακαταλάβει την Πόλη. Οι σταυροφόροι , που έχουν από προηγουμένως κανονίσει πως να μοιράσουν μεταξύ τους τα εδάφη της αυτοκρατορίας[27], επιτίθενται ξανά και παρά την καλύτερα συντονισμένη άμυνα κερδίζουν την πολιορκία στις 13/4/1204 και εισβάλουν στην Πόλη εφόσον ο Μούρτζουφλος όχι δεν θέλει, αλλά δεν είναι δυνατόν να τους δώσει τα με τον γιό του Ισαάκιου συμφωνημένα χρήματα που δεν υπήρχαν ούτε για αστείο στα ταμεία του κράτους.[28]
Ένας από τους βασικούς παράγοντες που διευκόλυναν τους Λατίνους, τόσο στην οικονομική όσο και στην στρατιωτική κατάκτηση του Βυζαντίου ήταν η συνεχής εσωτερική διαμάχη μεταξύ της φεουδαρχικής αριστοκρατίας και της συγκεντρωτικής εξουσίας. Μια διαμάχη της οποίας οι συνέπειες αντανακλούνταν στην οικονομία και στην κοινωνία και συνεπικουρούσαν στην εξαθλίωση των υπηκόων της αυτοκρατορίας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ο λαός υποδεχόταν τους Λατίνους κατακτητές ως σωτήρες, και αυτό διότι υπήρχε μεγάλη δυσαρέσκεια απέναντι στους Βυζαντινούς άρχοντες οι οποίοι, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, για να συγκρατήσουν τα εισοδήματα τους αύξαναν συνεχώς την φορολογία και νόθευαν το νόμισμα.[29]
Οι Λατίνοι εξάπλωσαν την κυριαρχία τους σε μεγάλο μέρος των Βυζαντινών εδαφών και ίδρυσαν κράτη με επικεφαλής διάφορες προσωπικότητες που διακρίθηκαν στην Δ’ σταυροφορία. Τα κράτη αυτά οργανώθηκαν κατά τα φεουδαρχικά πρότυπα, αλλά όπου ήταν αυτό δυνατό, εισήχθηκαν οι δυτικοί θεσμοί.[30]
Συμπεράσματα
Θα έλεγε κανείς ότι όσον αφορά τις ιταλικές πόλεις και ιδιαίτερα την Βενετία η ανάπτυξη τους σε μεγάλο βαθμό υποβοηθήθηκε από την υπαγωγή της βυζαντινής οικονομίας κάτω από τον έλεγχο τους. Αυτό έγινε δυνατό αφενός επειδή στις πόλεις αυτές προηγήθηκαν κάποιες διαδικασίες που προώθησαν αυτού του είδους την ανάπτυξη και αφετέρου επειδή εξαιτίας των ειδικών χαρακτηριστικών της η βυζαντινή οικονομία ήταν δύσκολο να αποδράσει από το παρελθόν της και να εξελιχθεί με τους ίδιους ρυθμούς. Παρόλο λοιπόν που άρχισε να διαφαίνεται μια ανάκαμψη του βυζαντινού εμπορίου και των επαγγελμάτων στις αρχές του 10 αιώνα, αυτή ανακόπτεται από την βίαιη οικονομική επέμβαση των Βενετών.Εξαιτίας της στρατιωτικής εξάρτησης του Βυζαντίου από τον πανίσχυρο Βενετικό στόλο ήταν δύσκολο να το Βυζάντιο απεμπλακεί από την κυριαρχία τους, και ήταν ακόμη πιο δύσκολο να ανταπεξέλθει όσο η οικονομία του συνέχιζε να μαραζώνει. Την κατάσταση, για τους βυζαντινούς, την χειροτέρευαν οι εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των «εραστών» του θρόνου, αλλά και των διαφόρων κοινωνικών τάξεων(όπως ήταν η φεουδαρχική αριστοκρατία) για ενίσχυση της θέσεως τους.
Όσο η οικονομία αδυνάτιζε τόσο επιδεινωνόταν τα πράγματα για τους υπηκόους της αυτοκρατορίας. Το υπερβολικά χαμηλό επίπεδο ζωής τους συνεισέφερε στην πολιτική αστάθεια και στις εσωτερικές διαμάχες, τόσο ενάντια στους Λατίνους έμπορους που αντίθετα με τον λαό ζούσαν πλουσιοπάροχα, όσο και ενάντια στους βυζαντινούς αξιωματούχους που δεν μπορούσαν να δώσουν λύση.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η κατάκτηση από τους σταυροφόρους της τέταρτης σταυροφορίας ήρθε ως φυσικό αποτέλεσμα μιας σταθερής παρακμής που κράτησε πάνω από έναν αιώνα.
Με λίγα λόγια, και για να απαντήσουμε στο αρχικό ερώτημα της εργασίας, η σχέση μεταξύ του Βυζαντίου και των Ιταλικών πόλεων ήταν μια σχέση αντιστρόφου ανάλογης ωφέλειας, δηλαδή ότι έχανε το Βυζάντιο το επωφελούταν οι Ιταλικές πόλεις, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση του πρώτου και την ανάδειξη των δεύτερων σε κυρίαρχη οικονομική και στρατιωτική δύναμη της εποχής. Από την άλλη κανείς δεν ξέρει για πόσο καιρό θα άντεχε το Βυζάντιο τις διάφορες πολεμικές προκλήσεις χωρίς την υποστήριξη του Βενετικού στόλου, από τη στιγμή που ο δικός του στρατός δεν μπορούσε να ανταποκριθεί σε αυτές. Υπό αυτή την έννοια, η κατάρρευση της παραπαίουσας Βυζαντινής αυτοκρατορίας ίσως ήταν απλά ζήτημα χρόνου και πιθανότατα να είχε έρθει νωρίτερα χωρίς την παρέμβαση των Λατίνων.
~.~
[1] Cyril Mango, Βυζάντιο. Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μτφ. Δημ. Τσουγκαράκης, Αθήνα 2002, σελ. 70.
[2] Mango, στο ίδιο, σελ. 71
[3] Για τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες η αυξανόμενη δύναμη της τάξης των εμπόρων σήμαινε ίσως απώλεια μέρους της δικής τους συγκεντρωτικής εξουσίας.
[4] Mango, στο ίδιο, σελ. 71
[5] Mango, στο ίδιο, σελ. 71-72
[6] Mango, στο ίδιο, σελ. 72-73
[7] Mango, στο ίδιο, σελ. 73-74.
[8] «Ο μέγας δομέστικος ήταν το υψηλότερο στρατιωτικό αξίωμα στην ύστερη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Κατά τον 9ο αιώνα, ο δομέστικος των σχολών, από απλός διοικητής του τάγματος των Σχολών γίνεται ολοένα και πιο σημαντικός, ώσπου από τις αρχές του 10ο αιώνα θεωρείται ως το πρεσβύτερο στρατιωτικό αξίωμα της αυτοκρατορίας, ξεπερνώντας τον στρατηγό των Ανατολικών.[…] Τον 12ο αιώνα συχνά υπήρχαν δύο δομέστικοι, της Ανατολής και της Δύσεως, κατά το πρότυπο των δομεστίκων των σχολών.»(http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AD%CE%B3%CE%B1%CF%82_%CE%94%CE%BF%CE%BC%CE%AD%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%82)
[9] Mango, στο ίδιο, σελ. 73.
[10] Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τ. Θ΄, Αθήνα 1980, σελ. 62.
[11] Από τα τέλη του 10ου αιώνα.
[12] «Ανώτερο στέλεχος της αυτοκρατορικής διοίκησης με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Ήταν υπεύθυνος για τη συντήρηση του οδικού δικτύου, την υπηρεσία του αυτοκρατορικού ταχυδρομείου και ως ένα βαθμό για τις εξωτερικές σχέσεις της αυτοκρατορίας. Η οργάνωση τελετών, η προστασία του αυτοκράτορα, η συλλογή πληροφοριών και η υποδοχή ξένων αποστολών ήταν επίσης στα καθήκοντά του.»(http://asiaminor.ehw.gr/forms/flemmaAdds.aspx?Mode=Glossary¶mid=4478&boithimata_State=&kefalaia_State=)
[13] Ιστορία Ελληνικού Έθνους, σελ. 62.
[14] Ιστορία Ελληνικού Έθνους, σελ. 62.
[15] Ιστορία Ελληνικού Έθνους, σελ. 62.
[16] Ιστορία Ελληνικού Έθνους, σελ. 62.
[17] Ιστορία Ελληνικού Έθνους, σελ. 62 – 63.
[18] Ιστορία Ελληνικού Έθνους, σελ. 64.
[19] Ιστορία Ελληνικού Έθνους, σελ. 64.
[20] Ιστορία Ελληνικού Έθνους, σελ. 63,65.
[21] Μήλον της έριδος προφανώς για αυτό ήταν η ραγδαία επέκταση των Γενουατών και η πρωτοκαθεδρία που αυτοί απέσπασαν από τους Βενετούς στο εμπόριο υφασμάτων
[22] Ιστορία Ελληνικού Έθνους, σελ. 63.
[23] Ιστορία Ελληνικού Έθνους, σελ. 63.
[24] Τηλέμαχος Κ. Λουγγής, Επισκόπηση Βυζαντινής Ιστορίας, Α’ Τόμος(324-1204), εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1998, σελ. 334.
[25] Λουγγής, στο ίδιο, σελ. 335.
[26]http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%AD%CF%84%CE%B1%CF%81%CF%84%CE%B7_%CE%A3%CF%84%CE%B1%CF%85%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1#.CE.88.CE.BD.CE.B1.CF.81.CE.BE.CE.B7_.CF.84.CE.B7.CF.82_.CE.A3.CF.8
[27] Λουγγής, στο ίδιο, σελ. 336.
[28] Λουγγής, στο ίδιο, σελ. 336-337.
[29] Τηλέμαχος Κ. Λουγγής, Επισκόπηση Βυζαντινής Ιστορίας, Β’ Τόμος(1204-1453), εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2011, σελ. 19-20.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Κάθε χρήστης μπορεί να σχολιάσει στο γλόμπινγκ αφού επιλέξει διακριτικό ψευδώνυμο για αποφυγή συγχίσεων είτε με λογαριασμό Google είτε με τη χρήση της υπηρεσίας openID είτε με την απλή επιλογή ονόματος χρήστη.
Προσβλητικά ή υβριστικά σχόλια για συντάκτες ή σχολιαστές θα διαγράφονται. Δεν ενθαρρύνεται η χρήση υβριστικών λέξεων ή εκφράσεων.
Ο σχολιασμός γίνεται με το ελληνικό αλφάβητο και με μικρά γράμματα
Οι διαχειριστές έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε διαγραφή σχολίων που δημιουργούν σκόπιμη ή μη σύγχιση και απομάκρυνση από το θέμα της ανάρτησης.