(του Φίλιππου Μαυρογιώργη - αναδημοσίευση από Ριζοσπάστη http://www1.rizospastis.gr/wwwengine/story.do?id=6329991)
Το να ξέρεις ή να μάθεις να περπατάς αθόρυβα τη νύχτα στην παράνομη ζωή ή στο Δημοκρατικό Στρατό είναι προϋπόθεση επιβίωσης. Πρέπει να μάθεις να περπατάς, να περπατάς σαν γάτα και να βλέπεις σαν κουκουβάγια. Πήρα μέρος σ' όλες τις νυχτερινές μετακινήσεις και διαδρομές της ομάδας μου, αλλά και μόνος μου σε ειδικές αποστολές. Πάντα χαιρόμουν όταν μετακινούμαστε, όταν φεύγαμε από την ακινησία. Ιδιαίτερα χαιρόμαστε όλοι, όταν η ομάδα άλλαζε διαμονή. Το καλοκαίρι που ανεβαίναμε στα δασωμένα βουνά πάντα η νύχτα ήταν σκέπη μας στις μετακινήσεις μας.
Από τη σπηλιά του Κεραμέ, όπου ζήσαμε την πρώτη ομαδική ζωή, εξορμούσαμε τις νύχτες για να πάρουμε τρόφιμα. Ξεκινούσαμε με το μούχρωμα. Επρεπε να φτάσουμε στα σπίτια μας ή σε φιλικά σπίτια, να πάρουμε τα τρόφιμα και να γυρίσουμε πριν τις ενέδρες των αποσπασμάτων. Ολη μας η μαεστρία ήταν στο πώς βαδίζαμε. Βαδίζαμε αργά, προσεκτικά και σταματούσαμε κάθε τόσο ν' αφουγκραστούμε, μην ακούσουμε ύποπτο θόρυβο. Ακόμα μυρίζαμε τον αγέρα, μήπως μυρίσουμε τσιγάρο. Είχαμε τεντωμένες όλες μας τις αισθήσεις και βαδίζαμε σαν τη γάτα. Στις μακρινές αποστάσεις βαδίζαμε ο ένας πίσω από τον άλλο πολύ κοντά, για να μην αποκοπούμε. Ετυχε πολλές φορές, όταν είμαστε πολύ κουρασμένοι, να κοιμόμαστε για δευτερόλεπτα και πολλές φορές ονειρευόμαστε. Ομως, έπρεπε να φτάσουμε στον προορισμό μας πριν ξημερώσει και γίνουμε στόχος.
Πολλές φορές βαδίζαμε πάνω στην κορυφογραμμή του Αθέρα, χωρίς φόβο από ενέδρες και φώτιζε το δρόμο μας ένα λαμπρό γεναριάτικο φεγγάρι. Μια νύχτα το φεγγάρι ήταν κόκκινο. Αναλογιστήκαμε τι να σήμαινε. Σε λίγες μέρες έγινε η μάχη στο Δοκίμι, όπου σκοτώθηκαν οι χωροφύλακες. Αλλοτε πάλι περνούσαμε από σκοτεινά δάση και βρίσκαμε το δρόμο μας πολύ εύκολα τη δεύτερη φορά. Δεν περπατούσαμε στους δρόμους, αλλά πάνω ή κάτω απ' αυτούς, για ν' αποφεύγουμε τις ενέδρες. Το νυχτοπερπάτημα όξυνε την ακοή και την όσφρησή μας. Και πάντα στο τέλος της πορείας μας μάς περίμεναν οι σύντροφοί μας να μας περιποιηθούν. Πόσες φορές δεν κάναμε τη διαδρομή από τo Πέζι ως το Κεραμέ, να πάρουμε ψωμί κι αλάτι, τις κατασκότεινες νύχτες περνώντας μέσα από το αρχέγονο δάσος του Ράντη, που ήταν πιο σκοτεινό από τη νύχτα, με τόση άνεση, σαν να 'ταν ένας περίπατος του χωριού μας.
Η νύχτα, βέβαια, μας έκρυβε, αλλά έκρυβε και τον εχθρό μας. Κι εκεί επιστρατευόταν όλη η σοφία μας κι όλη η πείρα από το καριώτικο τοπίο. Αλλά μια κατασκότεινη νύχτα, που γυρίζαμε από το Πέζι, κινδυνέψαμε να σκοτωθούμε. Ξεκινήσαμε το σούρουπο με ψιλόβροχο. Λέγαμε ότι θα σταματούσε. Ομως έγινε το αντίθετο. Το ψιλόβροχο χόντρυνε κι άρχισαν αστραπόβροντα. Σε μια σύσκεψη επιτόπου αποφασίσαμε να συνεχίσουμε, γιατί, όπως προβλέψαμε, ο καιρός θα χειροτέρευε. Και δεν πέσαμε έξω. Εγώ και όλη η ομάδα εκείνο το βράδυ ζήσαμε μια από τις χειρότερες νύχτες της ζωής μας. Εβρεχε κατακλυσμιαία, βαθύ σκοτάδι να το κόψεις με το μαχαίρι κι εμείς να προχωράμε αργά κάθε φορά και όσο κρατούσε η αστραπή. Κάποια στιγμή, που δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε, γιατί είχαμε μουσκέψει ως το κόκαλο, αποφασίσαμε να σταματήσουμε. Ηταν καιρός. Λίγο ακόμα και θα μας κατάπινε ο γκρεμνός. Ηταν ο γκρεμνός πάν' από το Μαγγανίτη. Εκεί σταματήσαμε. Ακουμπήσαμε πάνω στους όρθιους βράχους, να στραγγίσουν από πάνω μας τα νερά. Τότε είδαμε να χαράζει η ανατολή. Ξεκινήσαμε αμέσως για τις σπηλιές, που ήταν λίγο πιο πέρα, στ' Αμμουδιά, πάνω από το Τραγοστάσι, όπου στείλαμε μήνυμα. Αμέσως έφτασε το μάννα από τους ανθρώπους μας. Στο μεταξύ, είχαμε ανάψει φωτιές στις διάφορες σπηλιές όπου καταλύσαμε και στεγνώσαμε, σαν πως δεν μας συνέβη αυτή η τρομερή περιπέτεια, που τα βγάλαμε πέρα, χάρη στους κανόνες που τηρήσαμε. Πάλι με το μούχρωμα κινήσαμε και πάλι και πάλι.
Ενα άλλο νυχτοπερπάτημα μας έφερε στην Κεφάλα, πάν' από την Ακαμάτρα. Πήγαμε να φωνάξουμε συνθήματα υπέρ της συμφιλίωσης και της ειρήνης. Το χωνί χειριζόταν ο Γιάννης Μαυρογιώργης κι εγώ. Στο χωριό τότε είχε την έδρα του καταδιωκτικό απόσπασμα. Από τα συνθήματα προκλήθηκε πανικός στους πολίτες και τους χωροφύλακες. Την άλλη το βράδυ πήγαμε πάνω από τον Εύδηλο. Φωνάξαμε πάλι εγώ κι ο Γιάννης. Και πάλι η απάντηση στα συνθήματα της συμφιλίωσης ήταν το ντουφεκίδι.
Θα αναφερθώ ακόμα στο τραγικό περιστατικό του αποκεφαλισμού του Γιώργου Βελετάκη μετά από μια αψιμαχία με το καταδιωκτικό απόσπασμα, όταν αιφνιδίασε μια μικρή ομάδα ανταρτών κοντά στη θέση Αλωνάκι. Ο αείμνηστος Βελετάκης φώναζε συνθήματα υπέρ της συμφιλίωσης κι όταν σκοτώθηκε στη μάχη που επακολούθησε, εκείνοι έβαλαν το κεφάλι του σαν τρόπαιο μέσα στο χωνί και το πήγαν στον Αγιο Κήρυκο. Αογότερα, σαν από θεία δίκη, ο επικεφαλής του αποσπάσματος σκοτώθηκε στο Δοκίμι.
Αλλά η εκστρατεία υπέρ της συμφιλίωσης είχε και πρωτότυπες μορφές. Στο Φλες, σε μια κατηφορική πλαγιά, πάν' από τη θάλασσα και απέναντι στον Εύδηλο, τα μέλη της ΕΠΟΝ Ευδήλου, με την ευκαιρία της άφιξης στον Εύδηλο της επιτροπής του ΟΗΕ για τους εξόριστους, ένα βράδυ άναψαν πύρινη επιγραφή: «Ειρήνη στον ελληνικό λαό». Η επιγραφή σκάφτηκε σ' ένα χωράφι, το γεμίσαμε στάχτη, την ποτίσαμε με πετρέλαιο και την ανάψαμε. Την είδαν οι Ευδηλιώτες και η επιτροπή του ΟΗΕ, αλλά με τη συνδρομή των ξένων ο εμφύλιος άναψε ακόμα περισσότερο. Το μόνο που μας έμεινε ήταν η επιγραφή έξω από ένα εστιατόριο: «Εδώ εγευμάτισε η Διεθνής Επιτροπή του ΟΗΕ».
Από τότε πέρασε πάνω από μισός αιώνας, θυμάμαι πώς ελαφροπερπατούσα, πώς αφουγκραζόμουν και πώς οσμιζόμουν τις κατασκότεινες νύχτες στις αποστολές που αναλάμβανα μόνος ή με άλλους.
Και σήμερα μας παραμονεύει ο ίδιος πάντα εχθρός, αυτός που εξόντωσε ανυπόταχτους λαούς, αλλά και διαβρώνει τις συνειδήσεις. Κι αυτός ο εχθρός σήμερα είναι μέσα στα σπίτια μας. Κι όπως λέει ένα σύγχρονο λαϊκό τραγούδι, «ποιος τη ζωή μου ποιος παραφυλά,/ στου κόσμου τα στενά ποιος σημαδεύει». Είναι ο αόρατος εχθρός, που είναι πολύ πιο επικίνδυνος από τον παλιό ορατό εχθρό, γιατί όταν τον πάρεις είδηση είσαι πια αλλοτριωμένος. Κι αυτός ο εχθρός είναι η τηλεόραση και το ίντερνετ. Ποιος θα μας προστατέψει; Μόνο το μυαλό μας, αυτό το ανίκητο ανθρώπινο μυαλό. Κι αυτό πρέπει να γίνει τώρα, πριν προλάβει η πανούκλα του καπιταλισμού να μολύνει την κοινωνία μας και ιδιαίτερα την εργατική της τάξη. Που όπως έγραψε ο μεγάλος μας ποιητής Αγγελος Σικελιανός, «αυτός ο λαός, πούν' ο Θεός, / θα μένει πάντα στη σαπισμένη γη,/ να φέρνει την υγειά της».
Φίλιππος Μαυρογιώργης
Δεν αντιμετωπίζεις τις σφαίρες με γαρύφαλλα!
ΑπάντησηΔιαγραφή(θα το θέλαμε, αλλά ...)
Πολύ δυνατό το κείμενο, διακρίνεις ότι ο συγγραφέας έχει βιώσει καταστάσεις ανάλογες προς τα γραφόμενα. Εμένα μου κάνει εντύπωση και το σκίτσο του Κ. Γρηγοριάδη. Σε βάζει στο πνεύμα του διηγήματος με πέντε μουτζούρες. Τελείως διαφορετικό από τις γελοιογραφίες, ένα μικρό έργο τέχνης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα ανεβάσω ίσως τις επόμενες μέρες κειμενο με μνημες του παππού μου απο τα δυσκολα για τους κομμουνιστες εκεινα χρόνια. θελω πρωτα να το επεξεργαστώ λιγάκι.
ΑπάντησηΔιαγραφή